Πριν από 80 χρόνια, τον Αύγουστο του 1934, πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το πρώτο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων. Θέλοντας να επιδείξει τα επιτεύγματα από το πρώτο πεντάχρονο πλάνο, και με σκοπό την οικοδόμηση ενός μετώπου μπροστά στην ανερχόμενη ναζιστική απειλή,. η σοβιετική κυβέρνηση προσκάλεσε στο συνέδριο αυτό πολλούς συγγραφείς από το εξωτερικό, όχι μόνο κομμουνιστές αλλά και αριστερούς, σοσιαλιστές, αντιφασίστες. Φυσικά, οι σοβιετικοί παρουσίασαν στους ξένους επισκέπτες ό,τι πιο εκλεκτό είχε να επιδείξει η πνευματική και υλική παραγωγή του σοσιαλιστικού κράτους, θέλοντας να εντυπωσιάσουν τους επισκέπτες από τον καπιταλιστικό κόσμο. Από την Ελλάδα πήραν μέρος ο Κώστας Βάρναλης και ο Δημήτρης Γληνός. Με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, άρχισαν και οι δυο να δημοσιεύουν τις εντυπώσεις τους σε συνέχειες, ο μεν Βάρναλης στην εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος, ο δε Γληνός στον Νέο Κόσμο.
Να πούμε ότι τον μεσοπόλεμο, σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχε η επαφή με άλλες χώρες και πολιτισμούς, που σημερα την εξασφαλίζουν μέχρι κορεσμού η τηλεόραση, το Διαδίκτυο και τα ντοκιμαντέρ, άνθιζε η ταξιδιωτική λογοτεχνία που πρόσφερε τέτοιες εικόνες στο αναγνωστικό κοινό. Μετά την εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος, ένας ιδιαίτερος τομέας της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας ήταν οι επισκέψεις στην ΕΣΣΔ, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες ή επιστήμονες που επισκέπτονταν τη χώρα για να περιγράψουν το πρωτόγνωρο πείραμα που πραγματοποιόταν εκεί και που το δυτικοευρωπαϊκό κοινό δεχόταν, ανάλογα, με ελπίδα ή με φόβο αλλά πάντως με άσβεστο ενδιαφέρον. Από την Ελλάδα ξεχωρίζουν οι δυο επισκέψεις του Καζαντζάκη που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο, ενώ το 1930 βιβλίο εξέδωσε και ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης που είχε βρεθεί στην ΕΣΣΔ για επιστημονικούς λόγους (“Η ζωή όπως την είδα στις σοβιετικές χώρες”). Πολλές ήταν και οι δημοσιογραφικές επισκέψεις, που δεν ξέρω αν κάποιος τις έχει καταγράψει.
Αν όλα πάνε καλά, σκοπεύω να εκδώσω στο τέλος του χρόνου τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Βάρναλη από την ΕΣΣΔ με τον χαρακτηριστικό τίτλο που τους είχε δώσει η διεύθυνση της εφημερίδας, “Τι είδα εις την Ρωσίαν των Σοβιέτ”, από τις εκδόσεις Αρχείο όπου πέρυσι είχα εκδώσει τα “Γράμματα από το Παρίσι” του Βάρναλη.
Σήμερα διαλέγω για προδημοσίευση ένα απόσπασμα στο οποίο ο Βάρναλης διηγείται μια παράσταση παιδικού θεάτρου που παρακολούθησε στο περιθώριο του συνεδρίου. Το ενδιαφέρον και η αγάπη του (εκπαιδευτικού, μην το ξεχνάμε, έστω κι αν είχε απολυθεί από το ελληνικό κράτος) Βάρναλη για τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους φαίνεται συνεχώς στις εντυπώσεις του από την ΕΣΣΔ, όπως άλλωστε φαινόταν και στις παριζιάνικες εντυπώσεις του.
Αλλά η αφήγηση έχει και μια μικρή πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Σε κάποιο σημείο της παράστασης, ένα τετράχρονο κοριτσάκι ξεσπάει σε κλάματα βλέποντας τους “κακούς” να πιάνουν αιχμάλωτα τα άγρια ζώα της ζούγκλας. Η μικρούλα αυτή σήμερα είναι μητέρα και γιαγιά -και μάλιστα ο γιος της είναι διάσημος. Δεν θα το βάλω κουίζ, αλλά θα το αποκαλύψω στο τέλος του άρθρου.
Δημοσιεύω παραλείποντας κάποια αποσπάσματα για να μην μακρύνει πολύ το άρθρο. Προσαρμόζω στη σύγχρονη ορθογραφία, με μονοτονικό φυσικά.
Η καλλιτεχνική μόρφωσις του παιδιού [Οι αρχικοί και ενδιάμεσοι τίτλοι των άρθρων έμπαιναν από την εφημερίδα και ήταν σε απλή καθαρεύουσα, σε αντίθεση με τη δημοτική του Βάρναλη]
Μέσα στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ ήτανε κι ένα έργο για παιδιά: «Ο αραπάκος κι η μαϊμού» [Μπαλέτο για παιδιά σε μουσική του Λεονίντ Πολοβίνκιν, που έκανε πρεμιέρα το 1927], που δόθηκε στο «Παιδικό θέατρο». Κάτι ξέρανε οι οργανωτές αυτής της μοναδικής στον κόσμο πνευματικής γιορτής, για να παρουσιάσουνε στους ξένους καλλιτέχνες και κριτικούς ένα τέτοιο έργο.
Γιατί, αν όλες οι εντυπώσεις, που πήραμε από το ρούσικο θέατρο είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει θησαυρίσει ως τώρα η καλλιτεχνική μας πείρα, οι εντυπώσεις από το «Παιδικό θέατρο» είναι κάτι ολότελα καινούργιο, μια αποκάλυψη άγνωστου κόσμου.
Κι αν όλη η εκπολιτιστική δράση της Επανάστασης περιοριζότανε μονάχα στο να δώσει στα παιδιά τη χαρά της ζωής με τα προσχολικά τους ιδρύματα και με τα σχολεία, όπως και την ψηλή χαρά της Τέχνης με τα θέατρά τους και τούς κινηματογράφους και τα ραδιόφωνά τους, θα άξιζε τον κόπο χίλιες φορές να γίνει αυτή η Επανάσταση.
[...]
Πριν ν’ αρχίσει η παράσταση ανοίγει η αυλαία και βγαίνει η διευθύντρια του θεάτρου, η «θεια Νατάσα», όπως την ονομάζουνε τα παιδάκια. Θεια Νατάσα! Καμιά 25ριά χρονώ, ολόδροση και πολύ σικ, πολύ κοκέτα, ψηλή και λυγερή, σπάνιο στιλ για τη Ρωσία, όπου οι κοντές και στρουμπουλές είναι ο τύπος που επικρατεί.
Με φωνή λαγαρή και στρωτή χαιρετάει τούς ξένους «από χειρογράφου»:
«Το Παιδικό Θέατρο της Μόσχας θεωρεί μεγάλη του ευτυχία που βλέπει εδώ τους ξένους του δεύτερου θεατρικού Φεστιβάλ. Εν ονόματι των καλλιτεχνών και των εργατών της σκηνής, των μουσικών και των παιδαγωγών, έν ονόματι όλης της κολεχτίβας τού θεάτρου σάς εύχομαι το καλώς ορίσατε κτλ.»
Και μάς εξηγεί την ιστορία τού παιδικού θεάτρου: «Όταν μετά την Επανάσταση του Οχτώβρη αρχίσαμε να χτίζουμε για πρώτη φορά σ’ όλη την Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο ένα θέατρο για παιδιά, δεν υπήρχε ούτε ένα έργο για παιδιά που να μπορούσε να ικανοποιήσει και τις πιο πενιχρές απαιτήσεις… Έτσι το παιδικό τούτο θέατρο έβαλε για σκοπό του να δημιουργήσει από το τίποτα μια νέα Τέχνη, την Τέχνη για το παιδί.
»Τη γνώμη πως τα παιδιά δεν καταλαβαίνουνε τίποτα κι έτσι δεν είναι ανάγκη να τούς δίνουμε έργα εντελώς πρώτης τάξεως, τη θεωρήσαμε ανάξια λόγου. Τουναντίο η πεποίθηση του παιδιού πως ό,τι βλέπει στη σκηνή είναι η αληθινή και η καλύτερη τέχνη που υπάρχει, μάς εμπνέει στο έργο μας και μεγαλώνει μέσα μας το συναίσθημα της ευθύνης.
»Ενώ το θέατρο για τούς μεγάλους δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε κείνους που είναι 30, 40 ή 50 χρονώ, το παιδικό θέατρο δε μπορεί να παραβλέψει την ηλικία. Τα παιδιά των 6-10 χρονώ και τα παιδιά των 14 δεν έχουνε τις ίδιες πνευματικές ικανότητες, ούτε τα ίδια ενδιαφέροντα. Έτσι όχι μονάχα τα θέματα, μα και η φόρμα των έργων αλλάζει ανάλογα με την ηλικία του μικρού θεατή.
»Με διαλέξεις και με συγκεντρώσεις, που οργανώνουμε και στις οποίες καλούμε και τα παιδιά, διατηρούμε μια άμεση σχέση μ’ αυτά. Τα παιδιά κριτικάρουν με μεγάλη τους ευχαρίστηση και με πολλή σοβαρότητα τα σφάλματα των παραστάσεών μας… Εξόν αυτό, μετά από κάθε μας παράσταση μάς έρχονται ένα σωρό επιστολές και σχέδια (γιατί τα περισσότερα παιδιά δεν μάθανε ακόμα να γράφουν) με τις εξής αντρέσες: «Μόσχα, Παιδικό θέατρο. Για τη θεια Νατάσα» ή «Στο θέατρο. Για τη Στρουθοκάμηλο!»
«Ο αραπάκος και η μαϊμού», είναι ένα έργο για παιδιά έξι χρονώ. Είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσει κανένας έργο για τούτη τη μικρή ηλικία. Ως τόσο το έργο αυτό παίχτηκε επί οχτώ χρόνια γραμμή παραπάνω από 300 φορές.
»Είναι ένα έργο, όπου η μουσική, η ρυθμική κίνηση, το τσίρκο, ο λόγος, ο κινηματογράφος και τα «ντεσέν ανιμέ» είναι συγχωνευμένα σ’ ένα οργανικό σύνολο σύμφωνα με το θέμα.
»Στη μουσική, που σύνθεσε γι’ αυτό το έργο ο Λεωνίδας Πολοβίνκιν δεν εδίστασε να χρησιμοποιήσει ρυθμούς ολότελα μοντέρνους, γιατί νομίζουμε πως αυτοί είναι πιο γνώριμοι για ένα παιδί, που ζει με τούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής.
Μετά τη θεια Νατάσα, που τη χειροκροτήσαμε και γιατί τα είπε καλά και γιατί ήταν όμορφη (κι αυτή κι η φωνή της) πρόβαλε από το μεσιανό άνοιγμα της αυλαίας μια αραπίνα στρογγυλοπρόσωπη με φανταχτερά χρωματιστά φορέματα, με γυαλιστερά μάγουλα και μέτωπο κι αφού έκανε μια υπόκλιση στα παιδιά (εμείς, υποτίθεται πώς δεν υπάρχουμε) τούς είπε με δυό λόγια, πως θα ιδούνε σε λίγο την Αφρική και θα γνωρίσουνε την πολύ συγκινητική ιστορία του Γιάκο (αυτό είναι το όνομα του αραπάκου) και της μαϊμούς. Και σιγά, βαριά, επίσημα, με τη βαντάλια της, με τα φουσκωτά φουστάνια της σα να φορούσε κρινολίνο, πήγε και κάθησε στη δεξιά γωνιά της σκηνής. Ώστε αυτό το έργο, που πρόκειται να ιδούμε, έχει και «κομπέρ», όπως οι επιθεωρήσεις. Και φυσικά. Όχι βέβαια για να συνδέει τις ασύνδετες σαχλαμάρες, μα για να εξηγεί κάθε τόσο στα παιδάκια τι γίνεται στη σκηνή. Γιατί το περισσότερο μέρος τού έργου είναι μιμική, χορός, μουσική, «ντεσέν ανιμέ». Και λίγα λόγια.
Και τούτη η Αραπίνα παίζει πολύ καλά το ρόλο της. Έχει εκείνο το χάρισμα που είναι απαραίτητο για τέτοια δουλειά: προφορά κατακάθαρη, που τα παιδάκια να μη χάνουνε συλλαβή απ’ όσα τούς λέγει.
Αφού κάθισε στην καρέκλα της, άρχισε να μας παρουσιάζει το θίασό της. Φώναζε ένα όνομα παράξενο, χτυπούσε τα παλαμάκια της και πηδούσε μπροστά στη σκηνή μεσ’ από το άνοιγμα της αυλαίας ένας νεαρός αράπης (Νέγρος): μαύρο μαγιό, μαύρο μούτρο, μαύρα χέρια, μαύρα σγουρά μαλλιά. Έκαμνε μια ρεβερέντσα, είδος τούμπας, και εξαφανιζότανε πίσω από την αυλαία με τον ίδιο τρόπο που είχε παρουσιαστεί. Και τελευταίος παρουσιάστηκε ο Γιάκο. Μικροκαμωμένος, λυγερός, λαστιχένιος, με τα άσπρα όμορφα δόντια του, που αστράφτανε καθώς γελούσε. Ο Γιάκο είναι… γυναίκα. Και πώς βολεύει το σώμα της μέσα στο σφιχτό μαγιό, που να μη φαίνεται το φύλον; Απλούστατα έχει σώμα έφηβου, στη Χώρα που οι περισσότερες σχεδόν γυναίκες είναι… γυναικάρες.
Και τέλος ανοίγει διάπλατα η αυλαία και μας… πάει στην Αφρική. Και βλέπουμε οχτώ Νέγρους να κάνουνε εκλογή… προέδρου. Με διάφορα ρυθμικά παιγνίδια, μιμικούς χορούς και αγωνίσματα στιλιζαρισμένα, διαγωνίζονται ποιος θα φανεί πιο άξιος για να εκλεγεί αρχηγός. Αυτή η δουλειά βάσταξε κάμποση ώρα. Όλοι ετούτοι οι ηθοποιοί τού παιδικού θεάτρου είναι βιρτουόζοι στη ρυθμική και στο χορό. «Όλοι οι ηθοποιοί μας (μας είπε η θειά Νατάσα), έχουνε μεγάλη πείρα της σκηνής, είναι σπεσιαλίστες αναγνωρισμένης αξίας. Καθένας τους μαζί με τη δραματική τέχνη πρέπει να κατέχει και τη ρυθμική τέχνη, οφείλει να ξέρει να γεμίζει με νόημα δραματικό όχι μοναχά το λόγο, μα και το χορό και το τραγούδι. Η μόρφωση «συνθετικών» καλλιτεχνών τού θεάτρου είναι ένα από τα πιο ουσιώδη προβλήματα του θεάτρου ΜΑΣ».
Και τώρα θα προσπαθήσω να δώσω μια γρήγορη εικόνα του θεάματος, γιατί έχω τη γνώμη, πώς ο κόπος μου δεν είναι κόπος χαμένος. Έργα τέτοια, αποκλειστικά για παιδιά, μελετημένα από παιδαγωγούς και καμωμένα από λογοτέχνες, ανεβασμένα από εξαιρετικούς σκηνοθέτες, εχτελεσμένα από ειδικευμένους ηθοποιούς, έργα «συνθετικά» από όλων των ειδών τις τέχνες του χώρου δεν τα έχει ούτε η σκηνή, ούτε η δραματουργία κανενός αστικού Κράτους. Κι αν υπάρχουνε κάπου-κάπου «μονόλογοι», «διάλογοι», «κωμωδίες» κ.λ.π. για παιδιά, είναι σαρίδια κανωμένα από τούς έμπορους τού Πνεύματος.
Ο Γιάκο τούς νίκησε όλους και βγήκε αρχηγός.
Ύστερα αυτός κι η παρέα του παίρνουνε τα δοξάρια τους και πάνε να κυνηγήσουν αγρίμια στο δάσος για να οικονομήσουνε τη θροφή τους. Και τώρα αρχίζουνε τα «ντεσέν ανιμέ». Αντιλόπες περνάνε τρέχοντας, λιοντάρια, ελέφαντες, πουλιά πετάνε στον ουρανό, πουλιά βόσκουνε στα έλη και μια μαϊμού πηδάει από κλαρί σε κλαρί πάνου σ’ ένα δέντρο, που υψώνεται στον όχτο ενός ποταμιού. Εκεί έχει πλησιάσει ο Γιάκο για να πιει νερό (αν θυμούμαι καλά). Τα παιδιά παρακολουθούνε με περισσότερο ενδιαφέρο τα «ντεσέν ανιμέ» (έτσι μου φαίνεται) απ’ όσο τούς ρυθμικούς χορούς. Κείνη τη στιγμή ξεπροβάλλει ξαφνικά από το ποτάμι ένας κροκόδειλος κι αρπάζει τον κακομοίρη το Γιάκο στα τεράστια σαγόνια του. Η μαϊμού, που την είδαμε να πηδά από κλαρί σε κλαρί, δε χάνει καιρό, χύνεται απάνου στο σβέρκο του κροκοδείλου, τον καβαλικεύει κι αρχίζει να τον χτυπάει μ’ ένα ξύλο στο κεφάλι όσο που τον ανάγκασε να… ξεράσει το Γιάκο.
Τα παιδιά ανασαίνουνε με ανακούφιση. Η αιώνια «αρετή νικώσα την κακίαν», η Γενοβέφα, ο επίσκοπος Μυριήλ των «Αθλίων» κτλ.
Κι εδώ σταματάνε τα «ντεσέν ανιμέ».
Ξαναβρισκόμαστε στην καλύβα των Νέγρων. Κανένας δεν έχει πάρει μυρωδιά πώς λείπει ο Γιάκο.
Κάθονται χάμου γύρω-γύρω οι σύντροφοί του κι έρχεται η μάνα τους να τούς μοιράσει από ένα κομμάτι κρέας στον καθένα. Δίνει στους εφτά και βλέπει, πως μέσα στον κουβά της περισσεύει ένα κομμάτι. Τα ξαναπαίρνει πίσω όλα τα κομμάτια και ξαναρχίζει το μοίρασμα. Πάλι περισσεύει ένα! Τότε μονάχα καταλαβαίνει τί τρέχει!
Πως λείπει ο Γιάκο. Κι αρχίζει ο θρήνος και ο οδυρμός της ζούγκλας, κωμικός και σοβαρός μαζί, κι η Αραπίνα, η «κομπέρ» εξηγεί το πράγμα στα παιδάκια με κείνο το ύφος, που έχουν οι γριές, όταν λένε στα εγγονάκια τους: «οι καημένοι δίκιο έχουνε να κλαίνε»!
Αλλά να που ξεπροβάλλει από το ύψωμα ο Γιάκο με τη μαϊμού! Αλλοφροσύνη και… ρυθμικός χορός της παρέας. Η μαϊμού γίνεται δεχτή ως μέλος της οικογένειας. Χορεύει κι αυτή.
Αλλά η «βάσκανος» μοίρα δε θέλησε να βαστάξει και πολύ η ευτυχία τους. Ξεφυτρώσανε από το ύψωμα δυο περιηγητές Εγγλέζοι και μια γυναίκα με τις κάσκες τους, με τα κιάλια τους, με τις μπότες τους. Είναι Ευρωπαίοι, είναι άρα… κακοί άνθρωποι και αντιπαθητικοί. Κάνουνε και τούτοι κάμποσους ρυθμικούς ελιγμούς στη σκηνή κι όλο κοιτάνε δεξιά και αριστερά σα να ζητάνε κάτι. Ζητάνε να πιάσουν άγρια ζώα της Αφρικής για να τα πάνε στην Ευρώπη να τα πουλήσουν. Κι αληθινά με τη θηλιά που κρατάνε, πιάνουν μια στρουθοκάμηλο, μια καμηλοπάρδαλη και τη… μαϊμού, τη δική μας τη μαϊμού, το σωτήρα τού Γιάκο !
Μεγάλη συντριβή κι απόγνωση στα παιδάκια. Η κόρη τού φίλου μας τού Γραμματικόπουλου σπάζει στα κλάματα (δεν είναι καν 4 χρονών, άρα πολύ μικρή για τέτοια… τραγικά θεάματα) και τραβάει τη μαμά της να φύγουν από το θέατρο.
-Γιατί παιδί μου;
-Γιατί πιάνουνε τα.. «θηρία»!
(Λυπότανε τα «αθώα» τα θηρία και φυσικά φοβότανε, αν δε μισούσε, τούς… «θηριώδεις» ανθρώπους, που τα αιχμαλωτίζουνε).
Και πάλι ο κινηματογράφος με τα «ντεσέν ανιμέ». Ο Γιάκο κυνηγάει τους Εγγλέζους για να σώσει τη μαϊμού. Μα τούτοι έχουν αυτοκίνητο που τρέχει γρήγορα. Και να, παρουσιάζεται… ένα ρούσικο αεροπλάνο. Ο Γιάκο ζητάει βοήθεια μ’ απελπιστικές χειρονομίες, το αεροπλάνο «προσγειώνεται» και τον παίρνει απάνω. Και τον… φέρνει στη Ρωσία, (Τέλος τού κινηματογράφου «ντεσέν ανιμέ»).
Εκεί στη Ρωσία ο Γιάκο μαθαίνει γράμματα, μαθαίνει τέχνη και δουλεύει σε μια «Σοβιετική φάμπρικα» σοκολάτας, φορεί άσπρη ποδιά κι έχει και… παράσημο και κόκκινη γραβάτα. Έγινε δηλ. ουντάρνικος και πιονιέρης. Βλέπουμε το φούρνο και το φουγάρο της φάμπρικας, βλέπουμε τις σοκολάτες που ξεφουρνίζει ο Γιάκο, καθεμιά ίσαμε ένα… τούβλο ! Όταν τέλειωσε η δουλειά του, βγάζει την άσπρη ποδιά, πάει και ξεδιπλώνει το χάρτη της Αφρικής και κλαίει από νοσταλγία, κλαίει που θυμάται τους συντρόφους του εκεί κάτου, που δεν είναι… κομμουνιστές, που δεν… ξέρουνε γράμματα, που δεν ξέρουνε τέχνη, που… δεν έχουνε παράσημο και κόκκινη γραβάτα. Και θυμάται και κλαίει και τον αχώριστο φίλο του τη… μαϊμού.
Κείνη την ώρα έρχονται δυο άλλοι νεαροί εργάτες φίλοι του (πιονιέρηδες κι αυτοί), με 3 εισιτήρια για το τσίρκο, που τούς τα έδωσε το εργοστάσιο. Παίρνουνε μαζί τους τον άθυμο το Γιάκο και φεύγουνε για το τσίρκο. Κι έτσι από τη σκηνή ο Γιάκο με τους καινούργιους του «συντρόφους» βρίσκεται καθισμένος στον εξώστη του θεάτρου, στη δεξιά γωνιά του.
Κι αρχίζει τώρα το μεγάλο πανηγύρι, το τσίρκο. Βγαίνει ο θηριοδαμαστής με τη γαλάζια του φορεσιά, με τα ψηλά κολάρα, με τις μουστάκες του, με τα ποδήματα και με το καμουτσί του, βάζει τη στρουθοκάμηλο και τη καμηλοπάρδαλη να κάνουνε διάφορα «γυμνάσια». Ο μικρόκοσμος μυρίζεται, πώς σ’ αυτό το τσίρκο πρέπει να ’ναι και η μαϊμού η δική μας. Αλλ’ αντίς να βγει η μαϊμού, βγαίνει ο παλιάτσος. Έχω δει στο Παρίσι τα τρία αδέρφια τούς Φρατελίνι. Εθαύμασα την τέχνη τους, τις έξυπνες ευρέσεις τους -και προ παντός την απουσία κάθε σαχλαμάρας, που είναι η συνηθισμένη συφορά όλων των παλιάτσων. Ε! Αυτός του «Παιδικού Θεάτρου» της Μόσχας ήτανε μεγάλος και ασύγκριτος αρτίστας.
Πώς να μην ανοίξει η καρδιά των μπέμπηδων και πώς να μη χαλάνε τον κόσμο με φωνές και χάχανα! Χάνει τάχα την μπάλα του ο παλιάτσος και κάνει πως δεν τη βρίσκει. Έρχεται στην άκρη της σκηνής και λέγει στα παιδιά: «Σεις την πήρατε! Νταβάι! Νταβάι» ! (δώστε την). Εννοείται πως τα παιδιά τού φωνάζουνε μαζί: «Να τη!» και σηκωμένα όρθια τού δείχνουνε με το χέρι πού είναι η μπάλα. Άλλοτε κάνει, πως φοβάται να ζυγώσει ένα «ψεύτικο» λιοντάρι από τσόχα. Μόλις κάνει ένα βήμα: «Ου! ου!» τού φωνάζουν όλα τα παιδιά. Κι αυτός πισωδρομεί τρομαγμένος. Γεμίζει η αίθουσα από αγαλλίαση.
Στο αναμεταξύ ξεχάσαμε όλο το έργο, το Γιάκο, τη μαϊμού.
Άμα τέλειωσε ο παλιάτσος κι έφυγε, ξαναπαρουσιάστηκε ο θηριοδαμαστής με τις μουστάκες του, τα ποδήματά του και το καμουτσί του σέρνοντας τη μαϊμού δεμένη μ’ ένα σκοινί από το λαιμό. Μια σπαραχτική φωνή από τον εξώστη έκανε όλο τον κόσμο να γυρίσει να ιδεί: ο Γιάκο αναγνώρισε τη μαϊμού του και πάτησε τις φωνές. Η μαϊμού στάθηκε μια στιγμή σαστισμένη και κοιτάζοντας να ιδεί ποιος την φώναξε με κείνη τη γνώριμη φωνή.
Ο Γιάκο από πάνου κουνούσε τα μπράτσα του σαν παλαβός. Ένα σάλτο η μαϊμού και βρίσκεται στην πλατεία κι από την πλατεία σκαρφαλώνει στον τοίχο (υπήρχαν έτοιμα σιδερένια πιασίματα) και νάτηνε στον εξώστη απάνω.
Αγκαλιάσματα, φιλιά, ουρλιαχτά. Όλος ο παιδικόκοσμος φουρτούνιασε από χαρά και χτυπάει τα χεράκια του ενθουσιασμένα. Η «κάθαρση» του έργου έγινε όχι «δι’ ελέου και φόβου» μα με την ικανοποίηση της παιδικής ψυχής που δεν έχει άλλο αξίωμα από το «η ζωή είναι ωραία!»
Και τώρα ας βγάλει μοναχός του ο αναγνώστης το συμπέρασμα. Ένας Λαός, που το καλλιτεχνικό του συναίσθημα καλλιεργείται με έργα τόσο εξαιρετικά από την πιο τρυφερή ηλικία, ώστε η Τέχνη να του γίνεται μια ζωτική ανάγκη, ασφαλώς δεν είναι Λαός βάρβαρος, όπου το Πνεύμα και η λεύτερη ανάπτυξη της Ατομικότητας καταπιέζονται!
Κι όπως μας είπε η θεια Νατάσα: «Αρχίζουμε απ’ αυτή την ηλικία να μορφώνουμε το γούστο των παιδιών, γιατί αν το αφήσουμε στην τύχη του, είναι πολύ φυσικό να χαλάσει. Και τότες θα είναι πολύ δύσκολο ν’ απαλλάξουμε το παιδί από τις πρώτες κακές του αισθητικές εντυπώσεις. Γιατί ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΑ ΞΕΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΚΑΚΟ ΑΠ’ ΟΣΟ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟ.
»Και για να μπορέσουν οι ξένοι μας να σχηματίσουν μια πληρέστερη ιδέα για την εργασία μας, τους καλούμε άλλη μια φορά να έρθουνε να ιδούνε μιαν ακόμα παράσταση, που επίτηδες οργανώσαμε γι’ αυτούς στις 8 τού Σεπτέμβρη. Θα σας δώσουμε κομμάτια χωριστά από διάφορα έργα. Θα ιδείτε ένα χορευτικό έργο: «Είμαστε η δύναμη», ένα θεατρικό: «Ο αδερφός» και μιαν όπερα: «Το παραμύθι τού Τσάρου Σαλτάν».
Και να συλλογίζεται κανείς πώς αυτός ο σοσιαλιστικός Πολιτισμός είναι στην αρχή του ακόμα!
Αλλά δεν εξελίχθηκαν όλα ειδυλλιακά στη χώρα των Σοβιέτ, όπως ξέρουμε.
Όσο για το κοριτσάκι που έβαλε τα κλάματα πριν από 80 χρόνια, πρόκειται για την Ελένη-Μικρούλα Γραμματικοπούλου, σήμερα Μικρούλα Γραμματικοπούλου-Γιουρτσιχίνα, μητέρα του κοσμοναύτη Φιοντόρ Γιουρτσίχιν, η οποία ζει σήμερα στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της, ο Σοφοκλής Γραμματικόπουλος, πρέπει να ήταν από τους πόντιους κομμουνιστές της ΕΣΣΔ, αλλά ομολογώ πως ακόμα δεν έχω βρει τίποτα γι’ αυτόν (και είναι κι ένας λόγος που δημοσιεύω σήμερα αυτό το άρθρο μήπως μάθω περισσότερα!)
Δημοσιεύθηκε από sarant στο 15 Ιουνίου, 2014
Πηγή : http://sarantakos.wordpress.com/
Να πούμε ότι τον μεσοπόλεμο, σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχε η επαφή με άλλες χώρες και πολιτισμούς, που σημερα την εξασφαλίζουν μέχρι κορεσμού η τηλεόραση, το Διαδίκτυο και τα ντοκιμαντέρ, άνθιζε η ταξιδιωτική λογοτεχνία που πρόσφερε τέτοιες εικόνες στο αναγνωστικό κοινό. Μετά την εγκαθίδρυση του σοβιετικού καθεστώτος, ένας ιδιαίτερος τομέας της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας ήταν οι επισκέψεις στην ΕΣΣΔ, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες ή επιστήμονες που επισκέπτονταν τη χώρα για να περιγράψουν το πρωτόγνωρο πείραμα που πραγματοποιόταν εκεί και που το δυτικοευρωπαϊκό κοινό δεχόταν, ανάλογα, με ελπίδα ή με φόβο αλλά πάντως με άσβεστο ενδιαφέρον. Από την Ελλάδα ξεχωρίζουν οι δυο επισκέψεις του Καζαντζάκη που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο, ενώ το 1930 βιβλίο εξέδωσε και ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης που είχε βρεθεί στην ΕΣΣΔ για επιστημονικούς λόγους (“Η ζωή όπως την είδα στις σοβιετικές χώρες”). Πολλές ήταν και οι δημοσιογραφικές επισκέψεις, που δεν ξέρω αν κάποιος τις έχει καταγράψει.
Αν όλα πάνε καλά, σκοπεύω να εκδώσω στο τέλος του χρόνου τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Βάρναλη από την ΕΣΣΔ με τον χαρακτηριστικό τίτλο που τους είχε δώσει η διεύθυνση της εφημερίδας, “Τι είδα εις την Ρωσίαν των Σοβιέτ”, από τις εκδόσεις Αρχείο όπου πέρυσι είχα εκδώσει τα “Γράμματα από το Παρίσι” του Βάρναλη.
Σήμερα διαλέγω για προδημοσίευση ένα απόσπασμα στο οποίο ο Βάρναλης διηγείται μια παράσταση παιδικού θεάτρου που παρακολούθησε στο περιθώριο του συνεδρίου. Το ενδιαφέρον και η αγάπη του (εκπαιδευτικού, μην το ξεχνάμε, έστω κι αν είχε απολυθεί από το ελληνικό κράτος) Βάρναλη για τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους φαίνεται συνεχώς στις εντυπώσεις του από την ΕΣΣΔ, όπως άλλωστε φαινόταν και στις παριζιάνικες εντυπώσεις του.
Αλλά η αφήγηση έχει και μια μικρή πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Σε κάποιο σημείο της παράστασης, ένα τετράχρονο κοριτσάκι ξεσπάει σε κλάματα βλέποντας τους “κακούς” να πιάνουν αιχμάλωτα τα άγρια ζώα της ζούγκλας. Η μικρούλα αυτή σήμερα είναι μητέρα και γιαγιά -και μάλιστα ο γιος της είναι διάσημος. Δεν θα το βάλω κουίζ, αλλά θα το αποκαλύψω στο τέλος του άρθρου.
Δημοσιεύω παραλείποντας κάποια αποσπάσματα για να μην μακρύνει πολύ το άρθρο. Προσαρμόζω στη σύγχρονη ορθογραφία, με μονοτονικό φυσικά.
Η καλλιτεχνική μόρφωσις του παιδιού [Οι αρχικοί και ενδιάμεσοι τίτλοι των άρθρων έμπαιναν από την εφημερίδα και ήταν σε απλή καθαρεύουσα, σε αντίθεση με τη δημοτική του Βάρναλη]
Μέσα στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ ήτανε κι ένα έργο για παιδιά: «Ο αραπάκος κι η μαϊμού» [Μπαλέτο για παιδιά σε μουσική του Λεονίντ Πολοβίνκιν, που έκανε πρεμιέρα το 1927], που δόθηκε στο «Παιδικό θέατρο». Κάτι ξέρανε οι οργανωτές αυτής της μοναδικής στον κόσμο πνευματικής γιορτής, για να παρουσιάσουνε στους ξένους καλλιτέχνες και κριτικούς ένα τέτοιο έργο.
Γιατί, αν όλες οι εντυπώσεις, που πήραμε από το ρούσικο θέατρο είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει θησαυρίσει ως τώρα η καλλιτεχνική μας πείρα, οι εντυπώσεις από το «Παιδικό θέατρο» είναι κάτι ολότελα καινούργιο, μια αποκάλυψη άγνωστου κόσμου.
Κι αν όλη η εκπολιτιστική δράση της Επανάστασης περιοριζότανε μονάχα στο να δώσει στα παιδιά τη χαρά της ζωής με τα προσχολικά τους ιδρύματα και με τα σχολεία, όπως και την ψηλή χαρά της Τέχνης με τα θέατρά τους και τούς κινηματογράφους και τα ραδιόφωνά τους, θα άξιζε τον κόπο χίλιες φορές να γίνει αυτή η Επανάσταση.
[...]
Πριν ν’ αρχίσει η παράσταση ανοίγει η αυλαία και βγαίνει η διευθύντρια του θεάτρου, η «θεια Νατάσα», όπως την ονομάζουνε τα παιδάκια. Θεια Νατάσα! Καμιά 25ριά χρονώ, ολόδροση και πολύ σικ, πολύ κοκέτα, ψηλή και λυγερή, σπάνιο στιλ για τη Ρωσία, όπου οι κοντές και στρουμπουλές είναι ο τύπος που επικρατεί.
Με φωνή λαγαρή και στρωτή χαιρετάει τούς ξένους «από χειρογράφου»:
«Το Παιδικό Θέατρο της Μόσχας θεωρεί μεγάλη του ευτυχία που βλέπει εδώ τους ξένους του δεύτερου θεατρικού Φεστιβάλ. Εν ονόματι των καλλιτεχνών και των εργατών της σκηνής, των μουσικών και των παιδαγωγών, έν ονόματι όλης της κολεχτίβας τού θεάτρου σάς εύχομαι το καλώς ορίσατε κτλ.»
Και μάς εξηγεί την ιστορία τού παιδικού θεάτρου: «Όταν μετά την Επανάσταση του Οχτώβρη αρχίσαμε να χτίζουμε για πρώτη φορά σ’ όλη την Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο ένα θέατρο για παιδιά, δεν υπήρχε ούτε ένα έργο για παιδιά που να μπορούσε να ικανοποιήσει και τις πιο πενιχρές απαιτήσεις… Έτσι το παιδικό τούτο θέατρο έβαλε για σκοπό του να δημιουργήσει από το τίποτα μια νέα Τέχνη, την Τέχνη για το παιδί.
»Τη γνώμη πως τα παιδιά δεν καταλαβαίνουνε τίποτα κι έτσι δεν είναι ανάγκη να τούς δίνουμε έργα εντελώς πρώτης τάξεως, τη θεωρήσαμε ανάξια λόγου. Τουναντίο η πεποίθηση του παιδιού πως ό,τι βλέπει στη σκηνή είναι η αληθινή και η καλύτερη τέχνη που υπάρχει, μάς εμπνέει στο έργο μας και μεγαλώνει μέσα μας το συναίσθημα της ευθύνης.
»Ενώ το θέατρο για τούς μεγάλους δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε κείνους που είναι 30, 40 ή 50 χρονώ, το παιδικό θέατρο δε μπορεί να παραβλέψει την ηλικία. Τα παιδιά των 6-10 χρονώ και τα παιδιά των 14 δεν έχουνε τις ίδιες πνευματικές ικανότητες, ούτε τα ίδια ενδιαφέροντα. Έτσι όχι μονάχα τα θέματα, μα και η φόρμα των έργων αλλάζει ανάλογα με την ηλικία του μικρού θεατή.
»Με διαλέξεις και με συγκεντρώσεις, που οργανώνουμε και στις οποίες καλούμε και τα παιδιά, διατηρούμε μια άμεση σχέση μ’ αυτά. Τα παιδιά κριτικάρουν με μεγάλη τους ευχαρίστηση και με πολλή σοβαρότητα τα σφάλματα των παραστάσεών μας… Εξόν αυτό, μετά από κάθε μας παράσταση μάς έρχονται ένα σωρό επιστολές και σχέδια (γιατί τα περισσότερα παιδιά δεν μάθανε ακόμα να γράφουν) με τις εξής αντρέσες: «Μόσχα, Παιδικό θέατρο. Για τη θεια Νατάσα» ή «Στο θέατρο. Για τη Στρουθοκάμηλο!»
«Ο αραπάκος και η μαϊμού», είναι ένα έργο για παιδιά έξι χρονώ. Είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσει κανένας έργο για τούτη τη μικρή ηλικία. Ως τόσο το έργο αυτό παίχτηκε επί οχτώ χρόνια γραμμή παραπάνω από 300 φορές.
»Είναι ένα έργο, όπου η μουσική, η ρυθμική κίνηση, το τσίρκο, ο λόγος, ο κινηματογράφος και τα «ντεσέν ανιμέ» είναι συγχωνευμένα σ’ ένα οργανικό σύνολο σύμφωνα με το θέμα.
»Στη μουσική, που σύνθεσε γι’ αυτό το έργο ο Λεωνίδας Πολοβίνκιν δεν εδίστασε να χρησιμοποιήσει ρυθμούς ολότελα μοντέρνους, γιατί νομίζουμε πως αυτοί είναι πιο γνώριμοι για ένα παιδί, που ζει με τούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής.
Μετά τη θεια Νατάσα, που τη χειροκροτήσαμε και γιατί τα είπε καλά και γιατί ήταν όμορφη (κι αυτή κι η φωνή της) πρόβαλε από το μεσιανό άνοιγμα της αυλαίας μια αραπίνα στρογγυλοπρόσωπη με φανταχτερά χρωματιστά φορέματα, με γυαλιστερά μάγουλα και μέτωπο κι αφού έκανε μια υπόκλιση στα παιδιά (εμείς, υποτίθεται πώς δεν υπάρχουμε) τούς είπε με δυό λόγια, πως θα ιδούνε σε λίγο την Αφρική και θα γνωρίσουνε την πολύ συγκινητική ιστορία του Γιάκο (αυτό είναι το όνομα του αραπάκου) και της μαϊμούς. Και σιγά, βαριά, επίσημα, με τη βαντάλια της, με τα φουσκωτά φουστάνια της σα να φορούσε κρινολίνο, πήγε και κάθησε στη δεξιά γωνιά της σκηνής. Ώστε αυτό το έργο, που πρόκειται να ιδούμε, έχει και «κομπέρ», όπως οι επιθεωρήσεις. Και φυσικά. Όχι βέβαια για να συνδέει τις ασύνδετες σαχλαμάρες, μα για να εξηγεί κάθε τόσο στα παιδάκια τι γίνεται στη σκηνή. Γιατί το περισσότερο μέρος τού έργου είναι μιμική, χορός, μουσική, «ντεσέν ανιμέ». Και λίγα λόγια.
Και τούτη η Αραπίνα παίζει πολύ καλά το ρόλο της. Έχει εκείνο το χάρισμα που είναι απαραίτητο για τέτοια δουλειά: προφορά κατακάθαρη, που τα παιδάκια να μη χάνουνε συλλαβή απ’ όσα τούς λέγει.
Αφού κάθισε στην καρέκλα της, άρχισε να μας παρουσιάζει το θίασό της. Φώναζε ένα όνομα παράξενο, χτυπούσε τα παλαμάκια της και πηδούσε μπροστά στη σκηνή μεσ’ από το άνοιγμα της αυλαίας ένας νεαρός αράπης (Νέγρος): μαύρο μαγιό, μαύρο μούτρο, μαύρα χέρια, μαύρα σγουρά μαλλιά. Έκαμνε μια ρεβερέντσα, είδος τούμπας, και εξαφανιζότανε πίσω από την αυλαία με τον ίδιο τρόπο που είχε παρουσιαστεί. Και τελευταίος παρουσιάστηκε ο Γιάκο. Μικροκαμωμένος, λυγερός, λαστιχένιος, με τα άσπρα όμορφα δόντια του, που αστράφτανε καθώς γελούσε. Ο Γιάκο είναι… γυναίκα. Και πώς βολεύει το σώμα της μέσα στο σφιχτό μαγιό, που να μη φαίνεται το φύλον; Απλούστατα έχει σώμα έφηβου, στη Χώρα που οι περισσότερες σχεδόν γυναίκες είναι… γυναικάρες.
Και τέλος ανοίγει διάπλατα η αυλαία και μας… πάει στην Αφρική. Και βλέπουμε οχτώ Νέγρους να κάνουνε εκλογή… προέδρου. Με διάφορα ρυθμικά παιγνίδια, μιμικούς χορούς και αγωνίσματα στιλιζαρισμένα, διαγωνίζονται ποιος θα φανεί πιο άξιος για να εκλεγεί αρχηγός. Αυτή η δουλειά βάσταξε κάμποση ώρα. Όλοι ετούτοι οι ηθοποιοί τού παιδικού θεάτρου είναι βιρτουόζοι στη ρυθμική και στο χορό. «Όλοι οι ηθοποιοί μας (μας είπε η θειά Νατάσα), έχουνε μεγάλη πείρα της σκηνής, είναι σπεσιαλίστες αναγνωρισμένης αξίας. Καθένας τους μαζί με τη δραματική τέχνη πρέπει να κατέχει και τη ρυθμική τέχνη, οφείλει να ξέρει να γεμίζει με νόημα δραματικό όχι μοναχά το λόγο, μα και το χορό και το τραγούδι. Η μόρφωση «συνθετικών» καλλιτεχνών τού θεάτρου είναι ένα από τα πιο ουσιώδη προβλήματα του θεάτρου ΜΑΣ».
Και τώρα θα προσπαθήσω να δώσω μια γρήγορη εικόνα του θεάματος, γιατί έχω τη γνώμη, πώς ο κόπος μου δεν είναι κόπος χαμένος. Έργα τέτοια, αποκλειστικά για παιδιά, μελετημένα από παιδαγωγούς και καμωμένα από λογοτέχνες, ανεβασμένα από εξαιρετικούς σκηνοθέτες, εχτελεσμένα από ειδικευμένους ηθοποιούς, έργα «συνθετικά» από όλων των ειδών τις τέχνες του χώρου δεν τα έχει ούτε η σκηνή, ούτε η δραματουργία κανενός αστικού Κράτους. Κι αν υπάρχουνε κάπου-κάπου «μονόλογοι», «διάλογοι», «κωμωδίες» κ.λ.π. για παιδιά, είναι σαρίδια κανωμένα από τούς έμπορους τού Πνεύματος.
Ο Γιάκο τούς νίκησε όλους και βγήκε αρχηγός.
Ύστερα αυτός κι η παρέα του παίρνουνε τα δοξάρια τους και πάνε να κυνηγήσουν αγρίμια στο δάσος για να οικονομήσουνε τη θροφή τους. Και τώρα αρχίζουνε τα «ντεσέν ανιμέ». Αντιλόπες περνάνε τρέχοντας, λιοντάρια, ελέφαντες, πουλιά πετάνε στον ουρανό, πουλιά βόσκουνε στα έλη και μια μαϊμού πηδάει από κλαρί σε κλαρί πάνου σ’ ένα δέντρο, που υψώνεται στον όχτο ενός ποταμιού. Εκεί έχει πλησιάσει ο Γιάκο για να πιει νερό (αν θυμούμαι καλά). Τα παιδιά παρακολουθούνε με περισσότερο ενδιαφέρο τα «ντεσέν ανιμέ» (έτσι μου φαίνεται) απ’ όσο τούς ρυθμικούς χορούς. Κείνη τη στιγμή ξεπροβάλλει ξαφνικά από το ποτάμι ένας κροκόδειλος κι αρπάζει τον κακομοίρη το Γιάκο στα τεράστια σαγόνια του. Η μαϊμού, που την είδαμε να πηδά από κλαρί σε κλαρί, δε χάνει καιρό, χύνεται απάνου στο σβέρκο του κροκοδείλου, τον καβαλικεύει κι αρχίζει να τον χτυπάει μ’ ένα ξύλο στο κεφάλι όσο που τον ανάγκασε να… ξεράσει το Γιάκο.
Τα παιδιά ανασαίνουνε με ανακούφιση. Η αιώνια «αρετή νικώσα την κακίαν», η Γενοβέφα, ο επίσκοπος Μυριήλ των «Αθλίων» κτλ.
Κι εδώ σταματάνε τα «ντεσέν ανιμέ».
Ξαναβρισκόμαστε στην καλύβα των Νέγρων. Κανένας δεν έχει πάρει μυρωδιά πώς λείπει ο Γιάκο.
Κάθονται χάμου γύρω-γύρω οι σύντροφοί του κι έρχεται η μάνα τους να τούς μοιράσει από ένα κομμάτι κρέας στον καθένα. Δίνει στους εφτά και βλέπει, πως μέσα στον κουβά της περισσεύει ένα κομμάτι. Τα ξαναπαίρνει πίσω όλα τα κομμάτια και ξαναρχίζει το μοίρασμα. Πάλι περισσεύει ένα! Τότε μονάχα καταλαβαίνει τί τρέχει!
Πως λείπει ο Γιάκο. Κι αρχίζει ο θρήνος και ο οδυρμός της ζούγκλας, κωμικός και σοβαρός μαζί, κι η Αραπίνα, η «κομπέρ» εξηγεί το πράγμα στα παιδάκια με κείνο το ύφος, που έχουν οι γριές, όταν λένε στα εγγονάκια τους: «οι καημένοι δίκιο έχουνε να κλαίνε»!
Αλλά να που ξεπροβάλλει από το ύψωμα ο Γιάκο με τη μαϊμού! Αλλοφροσύνη και… ρυθμικός χορός της παρέας. Η μαϊμού γίνεται δεχτή ως μέλος της οικογένειας. Χορεύει κι αυτή.
Αλλά η «βάσκανος» μοίρα δε θέλησε να βαστάξει και πολύ η ευτυχία τους. Ξεφυτρώσανε από το ύψωμα δυο περιηγητές Εγγλέζοι και μια γυναίκα με τις κάσκες τους, με τα κιάλια τους, με τις μπότες τους. Είναι Ευρωπαίοι, είναι άρα… κακοί άνθρωποι και αντιπαθητικοί. Κάνουνε και τούτοι κάμποσους ρυθμικούς ελιγμούς στη σκηνή κι όλο κοιτάνε δεξιά και αριστερά σα να ζητάνε κάτι. Ζητάνε να πιάσουν άγρια ζώα της Αφρικής για να τα πάνε στην Ευρώπη να τα πουλήσουν. Κι αληθινά με τη θηλιά που κρατάνε, πιάνουν μια στρουθοκάμηλο, μια καμηλοπάρδαλη και τη… μαϊμού, τη δική μας τη μαϊμού, το σωτήρα τού Γιάκο !
Μεγάλη συντριβή κι απόγνωση στα παιδάκια. Η κόρη τού φίλου μας τού Γραμματικόπουλου σπάζει στα κλάματα (δεν είναι καν 4 χρονών, άρα πολύ μικρή για τέτοια… τραγικά θεάματα) και τραβάει τη μαμά της να φύγουν από το θέατρο.
-Γιατί παιδί μου;
-Γιατί πιάνουνε τα.. «θηρία»!
(Λυπότανε τα «αθώα» τα θηρία και φυσικά φοβότανε, αν δε μισούσε, τούς… «θηριώδεις» ανθρώπους, που τα αιχμαλωτίζουνε).
Και πάλι ο κινηματογράφος με τα «ντεσέν ανιμέ». Ο Γιάκο κυνηγάει τους Εγγλέζους για να σώσει τη μαϊμού. Μα τούτοι έχουν αυτοκίνητο που τρέχει γρήγορα. Και να, παρουσιάζεται… ένα ρούσικο αεροπλάνο. Ο Γιάκο ζητάει βοήθεια μ’ απελπιστικές χειρονομίες, το αεροπλάνο «προσγειώνεται» και τον παίρνει απάνω. Και τον… φέρνει στη Ρωσία, (Τέλος τού κινηματογράφου «ντεσέν ανιμέ»).
Εκεί στη Ρωσία ο Γιάκο μαθαίνει γράμματα, μαθαίνει τέχνη και δουλεύει σε μια «Σοβιετική φάμπρικα» σοκολάτας, φορεί άσπρη ποδιά κι έχει και… παράσημο και κόκκινη γραβάτα. Έγινε δηλ. ουντάρνικος και πιονιέρης. Βλέπουμε το φούρνο και το φουγάρο της φάμπρικας, βλέπουμε τις σοκολάτες που ξεφουρνίζει ο Γιάκο, καθεμιά ίσαμε ένα… τούβλο ! Όταν τέλειωσε η δουλειά του, βγάζει την άσπρη ποδιά, πάει και ξεδιπλώνει το χάρτη της Αφρικής και κλαίει από νοσταλγία, κλαίει που θυμάται τους συντρόφους του εκεί κάτου, που δεν είναι… κομμουνιστές, που δεν… ξέρουνε γράμματα, που δεν ξέρουνε τέχνη, που… δεν έχουνε παράσημο και κόκκινη γραβάτα. Και θυμάται και κλαίει και τον αχώριστο φίλο του τη… μαϊμού.
Κείνη την ώρα έρχονται δυο άλλοι νεαροί εργάτες φίλοι του (πιονιέρηδες κι αυτοί), με 3 εισιτήρια για το τσίρκο, που τούς τα έδωσε το εργοστάσιο. Παίρνουνε μαζί τους τον άθυμο το Γιάκο και φεύγουνε για το τσίρκο. Κι έτσι από τη σκηνή ο Γιάκο με τους καινούργιους του «συντρόφους» βρίσκεται καθισμένος στον εξώστη του θεάτρου, στη δεξιά γωνιά του.
Κι αρχίζει τώρα το μεγάλο πανηγύρι, το τσίρκο. Βγαίνει ο θηριοδαμαστής με τη γαλάζια του φορεσιά, με τα ψηλά κολάρα, με τις μουστάκες του, με τα ποδήματα και με το καμουτσί του, βάζει τη στρουθοκάμηλο και τη καμηλοπάρδαλη να κάνουνε διάφορα «γυμνάσια». Ο μικρόκοσμος μυρίζεται, πώς σ’ αυτό το τσίρκο πρέπει να ’ναι και η μαϊμού η δική μας. Αλλ’ αντίς να βγει η μαϊμού, βγαίνει ο παλιάτσος. Έχω δει στο Παρίσι τα τρία αδέρφια τούς Φρατελίνι. Εθαύμασα την τέχνη τους, τις έξυπνες ευρέσεις τους -και προ παντός την απουσία κάθε σαχλαμάρας, που είναι η συνηθισμένη συφορά όλων των παλιάτσων. Ε! Αυτός του «Παιδικού Θεάτρου» της Μόσχας ήτανε μεγάλος και ασύγκριτος αρτίστας.
Πώς να μην ανοίξει η καρδιά των μπέμπηδων και πώς να μη χαλάνε τον κόσμο με φωνές και χάχανα! Χάνει τάχα την μπάλα του ο παλιάτσος και κάνει πως δεν τη βρίσκει. Έρχεται στην άκρη της σκηνής και λέγει στα παιδιά: «Σεις την πήρατε! Νταβάι! Νταβάι» ! (δώστε την). Εννοείται πως τα παιδιά τού φωνάζουνε μαζί: «Να τη!» και σηκωμένα όρθια τού δείχνουνε με το χέρι πού είναι η μπάλα. Άλλοτε κάνει, πως φοβάται να ζυγώσει ένα «ψεύτικο» λιοντάρι από τσόχα. Μόλις κάνει ένα βήμα: «Ου! ου!» τού φωνάζουν όλα τα παιδιά. Κι αυτός πισωδρομεί τρομαγμένος. Γεμίζει η αίθουσα από αγαλλίαση.
Στο αναμεταξύ ξεχάσαμε όλο το έργο, το Γιάκο, τη μαϊμού.
Άμα τέλειωσε ο παλιάτσος κι έφυγε, ξαναπαρουσιάστηκε ο θηριοδαμαστής με τις μουστάκες του, τα ποδήματά του και το καμουτσί του σέρνοντας τη μαϊμού δεμένη μ’ ένα σκοινί από το λαιμό. Μια σπαραχτική φωνή από τον εξώστη έκανε όλο τον κόσμο να γυρίσει να ιδεί: ο Γιάκο αναγνώρισε τη μαϊμού του και πάτησε τις φωνές. Η μαϊμού στάθηκε μια στιγμή σαστισμένη και κοιτάζοντας να ιδεί ποιος την φώναξε με κείνη τη γνώριμη φωνή.
Ο Γιάκο από πάνου κουνούσε τα μπράτσα του σαν παλαβός. Ένα σάλτο η μαϊμού και βρίσκεται στην πλατεία κι από την πλατεία σκαρφαλώνει στον τοίχο (υπήρχαν έτοιμα σιδερένια πιασίματα) και νάτηνε στον εξώστη απάνω.
Αγκαλιάσματα, φιλιά, ουρλιαχτά. Όλος ο παιδικόκοσμος φουρτούνιασε από χαρά και χτυπάει τα χεράκια του ενθουσιασμένα. Η «κάθαρση» του έργου έγινε όχι «δι’ ελέου και φόβου» μα με την ικανοποίηση της παιδικής ψυχής που δεν έχει άλλο αξίωμα από το «η ζωή είναι ωραία!»
Και τώρα ας βγάλει μοναχός του ο αναγνώστης το συμπέρασμα. Ένας Λαός, που το καλλιτεχνικό του συναίσθημα καλλιεργείται με έργα τόσο εξαιρετικά από την πιο τρυφερή ηλικία, ώστε η Τέχνη να του γίνεται μια ζωτική ανάγκη, ασφαλώς δεν είναι Λαός βάρβαρος, όπου το Πνεύμα και η λεύτερη ανάπτυξη της Ατομικότητας καταπιέζονται!
Κι όπως μας είπε η θεια Νατάσα: «Αρχίζουμε απ’ αυτή την ηλικία να μορφώνουμε το γούστο των παιδιών, γιατί αν το αφήσουμε στην τύχη του, είναι πολύ φυσικό να χαλάσει. Και τότες θα είναι πολύ δύσκολο ν’ απαλλάξουμε το παιδί από τις πρώτες κακές του αισθητικές εντυπώσεις. Γιατί ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΑ ΞΕΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΚΑΚΟ ΑΠ’ ΟΣΟ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟ.
»Και για να μπορέσουν οι ξένοι μας να σχηματίσουν μια πληρέστερη ιδέα για την εργασία μας, τους καλούμε άλλη μια φορά να έρθουνε να ιδούνε μιαν ακόμα παράσταση, που επίτηδες οργανώσαμε γι’ αυτούς στις 8 τού Σεπτέμβρη. Θα σας δώσουμε κομμάτια χωριστά από διάφορα έργα. Θα ιδείτε ένα χορευτικό έργο: «Είμαστε η δύναμη», ένα θεατρικό: «Ο αδερφός» και μιαν όπερα: «Το παραμύθι τού Τσάρου Σαλτάν».
Και να συλλογίζεται κανείς πώς αυτός ο σοσιαλιστικός Πολιτισμός είναι στην αρχή του ακόμα!
Αλλά δεν εξελίχθηκαν όλα ειδυλλιακά στη χώρα των Σοβιέτ, όπως ξέρουμε.
Όσο για το κοριτσάκι που έβαλε τα κλάματα πριν από 80 χρόνια, πρόκειται για την Ελένη-Μικρούλα Γραμματικοπούλου, σήμερα Μικρούλα Γραμματικοπούλου-Γιουρτσιχίνα, μητέρα του κοσμοναύτη Φιοντόρ Γιουρτσίχιν, η οποία ζει σήμερα στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της, ο Σοφοκλής Γραμματικόπουλος, πρέπει να ήταν από τους πόντιους κομμουνιστές της ΕΣΣΔ, αλλά ομολογώ πως ακόμα δεν έχω βρει τίποτα γι’ αυτόν (και είναι κι ένας λόγος που δημοσιεύω σήμερα αυτό το άρθρο μήπως μάθω περισσότερα!)
Δημοσιεύθηκε από sarant στο 15 Ιουνίου, 2014
Πηγή : http://sarantakos.wordpress.com/