Ήρθε η νύχτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοιμήθηκε στην πλαγιά του βουνού. Ο ύπνος έδεσε στην αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο τ' ολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην ήθελε να ταράξει τον όμορφο ύπνο, πρόβαλε απ' την ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια. Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη. Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλίστρησε στ' ανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεβάτι.
Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ν' αφήσει το χάρισμά του. Καθώς γλίστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρισε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοιχτα, γεμάτα δάκρυα. Φίλησε τα δάκρυά της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο.
— Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σου 'φερα ένα γλυκό όνειρο...
— Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τ' όνειρό μου το βλέπω μ' ανοιχτά τα μάτια...
Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως θα ξαναγυρίσει και δεν ξαναγύρισε. Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζί του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καημός της.
— Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου.
Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.
Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ίσκιος απ' την πόρτα.
— Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου.
Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού. Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάσει στον καλό της, να τον συντροφέψει όλη τη νύχτα, να του πει τα μυστικά της αγάπης.
Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακριά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.
Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι αγκάλιασε την πέτρα του τάφου. Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο.
— Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύχτας σε πάγωσε, καλέ μου...
Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.
Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα:
— Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδώ πέρα.
Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού.
— Καλό μου πουλί, του είπε. Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρω.
Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη:
— Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακριά και με την αυγή ξαναγυρίζει.
Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη.
— Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακριά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;
— Αλίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθεί απάνω στα μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους.
— Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο καλός μου δεν ήρθε να με βρει.
Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα:
— Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώσει. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεβάτι, πριν προβάλει η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσεις ακόμα, δε θα προφτάσεις τον καλό σου.
Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.
— Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μακριά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζει μες στην άγρια νύχτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο πήρε, για να πάω να τον συντύχω.
Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα:
— Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Από κει πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του.
Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα. Τ' αναφιλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα.
— Αλίμονο! στέναξε βαθιά. Αλίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλίμονο σ' εμένα!...
Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης. Μόνο σαν την είδε να κλαίει και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε:
— Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεβάτι, για να σε προφτάσει ο αγαπημένος σου.
Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε:
— Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεβάτι το 'χω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίσει...
Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε.
Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθεί κοντά στον καλό της.
Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα. Κι' ο κόσμος που πλημμυρίζει το μοναστήρι, κάθε γιορτή και Κυριακή, μακαρίζει τα δυο τ' αγαπημένα, που κοιμούνται αχώριστα πλάι — πλάι. Κι οι αρραβωνιασμένοι με τα ταίρια τους, σα θέλουν να πιάσει ο όρκος τους και να ριζώσει ο έρωτάς τους, έρχονται κι' αμόνουν απάνω στις δυο ταφόπετρες.
Μόνο τ' αηδόνι στο ψηλό κλαρί μοιρολογάει και λέει. Μοιρολογάει και λέει το μοιρολόι της ψεύτρας της αγάπης.
Παύλος Νιρβάνας, "Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες",
Εκδόσεις Φέξη, 1914
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ν' αφήσει το χάρισμά του. Καθώς γλίστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρισε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοιχτα, γεμάτα δάκρυα. Φίλησε τα δάκρυά της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο.
— Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σου 'φερα ένα γλυκό όνειρο...
— Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τ' όνειρό μου το βλέπω μ' ανοιχτά τα μάτια...
Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως θα ξαναγυρίσει και δεν ξαναγύρισε. Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζί του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καημός της.
— Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου.
Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.
Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ίσκιος απ' την πόρτα.
— Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου.
Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού. Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάσει στον καλό της, να τον συντροφέψει όλη τη νύχτα, να του πει τα μυστικά της αγάπης.
Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακριά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.
Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι αγκάλιασε την πέτρα του τάφου. Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο.
— Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύχτας σε πάγωσε, καλέ μου...
Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.
Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα:
— Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδώ πέρα.
Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού.
— Καλό μου πουλί, του είπε. Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρω.
Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη:
— Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακριά και με την αυγή ξαναγυρίζει.
Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη.
— Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακριά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;
— Αλίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθεί απάνω στα μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους.
— Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο καλός μου δεν ήρθε να με βρει.
Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα:
— Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώσει. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεβάτι, πριν προβάλει η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσεις ακόμα, δε θα προφτάσεις τον καλό σου.
Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.
— Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μακριά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζει μες στην άγρια νύχτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο πήρε, για να πάω να τον συντύχω.
Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα:
— Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Από κει πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του.
Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα. Τ' αναφιλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα.
— Αλίμονο! στέναξε βαθιά. Αλίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλίμονο σ' εμένα!...
Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης. Μόνο σαν την είδε να κλαίει και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε:
— Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεβάτι, για να σε προφτάσει ο αγαπημένος σου.
Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε:
— Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεβάτι το 'χω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίσει...
Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε.
Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθεί κοντά στον καλό της.
Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα. Κι' ο κόσμος που πλημμυρίζει το μοναστήρι, κάθε γιορτή και Κυριακή, μακαρίζει τα δυο τ' αγαπημένα, που κοιμούνται αχώριστα πλάι — πλάι. Κι οι αρραβωνιασμένοι με τα ταίρια τους, σα θέλουν να πιάσει ο όρκος τους και να ριζώσει ο έρωτάς τους, έρχονται κι' αμόνουν απάνω στις δυο ταφόπετρες.
Μόνο τ' αηδόνι στο ψηλό κλαρί μοιρολογάει και λέει. Μοιρολογάει και λέει το μοιρολόι της ψεύτρας της αγάπης.
Παύλος Νιρβάνας, "Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες",
Εκδόσεις Φέξη, 1914
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ