Στην αγορά του Σαββάτου
τ' άλογα που ήταν για πούλημα
μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα
για τη ζωή τους.
Κι' ένα κόκκινο άλογο, κουρασμένο,
με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγιόταν
τα θαυμάσια των ταξιδιών του.
Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε,
δασωμένες ρεματιές με κελαηδιστό νερό
το ξεκούρασαν.
Σε παρθένια χιόνια βυθίστηκαν τα πέταλά του
— από θύελλες μαστιγώθηκε
— σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε
— στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκε ύπνο βαθύ.
Για τον καβαλάρη του μιλούσε ώρα πολλή
και για τις πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακριά
με τους θόλους των και τα καμπαναριά των . . .
— Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο
και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες;
— Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο,
πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια
γύριζα μαγγανοπήγαδο.
Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήσει
τον άνθρωπο που με σκλάβωσε
— χαρίζοντάς μου τη φαντασία.
Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, "Πεζοί Ρυθμοί",
Εκδοτικός Οίκος "Ελευθερουδάκης", Αθήνα, 1922
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
| |