Είμαστε άντρες εμείς· ό,τι και να ειπείς, είμαστε άντρες! είπε ο υποναύκληρος (1), με τρανή (2) επισημότητα καθισμένος ανάμεσα στο πλήρωμα. Έλληνας! σου λέγει ο άλλος· δεν είναι παίξε - γέλασε (3). Έχουμε τα κακά μας - δεν λέγω τ' όχι· επήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε και για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, δεν θα χαθούμε. Θέλουμε δεν θέλουμε, θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε όπως και πρώτα. Το σιδερόξυλο (4), σιδερόξυλο είναι όσο και αν το κουτσουρέψεις· όσο και αν του μαδήσεις την κορφή, αν του ζεματίσεις τα φύλλα, αν του πριονίσεις τα κλαδιά. Ο λέοντας, λέοντας λέγεται όσο και αν του ψαλιδίσεις τη χαίτη, αν του κόψεις την ουρά, αν του βγάλεις τα νύχια, αν του ξεριζώσεις τα δόντια. Φτάνει το βρύχημά του να σε ρίξει στα Τάρταρα (5). Το έχει το σκαρί μας (6), ναι· το θέλει η φύση μας να είμαστε πάντα μεγάλοι. Όπου και αν γυρίσεις, σε στεριές και θάλασσες, σε νότο και βοριά, σε ανατολή και δύση θα το ιδείς γραμμένο. Και γραμμένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι (7) αλλά με το ίδιο χέρι, το αόρατο και παντοδύναμο του Δημιουργού. Είμαστε άντρες, σου λέγω!
Να, κοίταξ' εκεί· εκεί κάτω στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο ήλιος· ήλιος λαμπρός και ζωοπάροχος, ανέσπερος (8) και αΐδιος (9) - ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια, εκείνος δεν βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καημός αιώνων όλων - όχι κουραφέξαλα (10).
Κοίταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές σκουντουφλιασμένες (11), φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι - πένθος άλυτο. Θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμει τα πάντα θάλασσα και ν' απλωθεί αχόρταγος ρούφουλας (12) στον παράνομο κόσμο.
Μα, γύρισε κατά την Ηράκλεια (13), στον υγρό κάμπο ανάμεσα. Καιρός διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του Θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτείς. Έχεις πονόματο; άλειψε τα ματόφυλλά σου ν' αγναντέψεις κόσμους. Είσαι κουφός; θ' ακούσεις αρμονίες· βερέμης (14) είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ (15) εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπήθρα σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, εθνική πρώτ' απ' όλα. Είναι η Αγιατράπεζα, η Τράπεζα της Αγια- Σοφίας, το προσκυνητάρι του Γένους μας.
Την άπαρτη Πόλη μας καταχτητή ποδάρι την επάτησε· — ποδάρι Βενετσάνου. Ο τυφλός Δάνδολος (16) με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη (17) παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βδελυρό (18) του χνώτο· ερούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβησε αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης (19), φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του έθνους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά που θα γυρίσει πάλι μιαν ημέρα θεριεμένος εκδικητής· και ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ (20) πουλάρι που τσαλαπατεί αναίσθητο με τα πέταλά του τ' αβρά (21) λούλουδα, χύνονται απάνω της βίας και αδικίας και φόνου αχόρταγοι. Με τον σταυρό τους συντρίβουν τον σταυρό μας· με τη θρησκεία τους πελεκούν τη θρησκεία μας. Γκρεμίζουν εκκλησιές, ποδοπατούν καλλιτεχνήματα, μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν πνευματικά αριστουργήματα. Και σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες, πατούν αρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια (22)· νεκρούς γυμνώνουν ένδοξους, ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά. Στενάζει η Βασιλεύουσα· μοιρολογά η Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων, δεν λησμονεί την τέχνη των πατέρων του. Κουρσεύει τα βαριά μας κειμήλια, και θέλει με ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίσει τη λιμνογέννητη πατρίδα του.
Γαλέρες (24) φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλούτο μας τον αδαπάνητο, τη δόξα μας την αβασίλευτη, τη λάμψη, τη σοφία, τα ιερά μας. Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της· - ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας. Παίρνει την κολυμπήθρα την ιερή, που τόσοι εβαφτίσθηκαν πορφυρογέννητοι (25) γίγαντες και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες (26) του Λαού μας στολίζει τον Άγιο Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρολόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννηση· στήνει στις πλατείες της τ' άλογα τ' ανεμοπόδαρα (27), ακράτητου λαού συμβολική παράσταση.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε, στη Δύση την τρισβάρβαρη, να ημερώσουν κι εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κι εκείνης τα χώματα.
Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί. Η πλάκα η πολύτιμη, που την έστησε ο Ιουστινιανός (28) στη μέση του Λαού, λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια κ' εθυσίασαν απάνω της τα πάναγνα χέρια του Φωτίου (29), δεν πάει να κλειστεί σκλάβα στα επίβουλα (30) τείχη, κάτω από τ' αρπαχτικά χέρια του Ιννοκεντίου (31). Όχι· δεν πάει. Εκεί θα μείνει, στους τόπους της τους ιερούς, κοντά στη σεβαστή κοιτίδα της. Άνοιξε η καρίνα (32) στα δυο και γλίστρισε η Αγιατράπεζα μέσα στα νερά του Μαρμαρά (33). Ο βούλκος (34) έφυγε από κοντά της όπως φεύγει η αμαρτία τον Σταυρό και ο χρυσός άμμος εστρώθηκε κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του Θεού το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, εστάθηκε απάνω της προστατευτικό και άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του μονάκριβου παιδιού της.
Και από τότε είν' εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό τρισάγιο. Μύρο ανεβαίνει από τον βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο της θάλασσας περίγυρα και κάθεται χρίσμα(35) σωματικό, χρίσμα ψυχικό, εθνικό πρώτ' απ' όλα. Όπως από το άγιο Δισκοπότηρο βγαίνει αόρατη η σωτηρία του χριστιανού, αόρατη θα βγει από μέσα εκεί και η δική μας απολύτρωση. Η χαραυγή του Γένους μας εκεί θ' ανατείλει. Ναι, εκεί θ' ανατείλει. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται (36) να πιάσει τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάσει τη στεριά. Και τότε σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότο και βοριά, από ανατολή και δύση, ζείδωρος (37) ήλιος θα πυρώσει τους δούλους, καμπάνα θα σημάνει σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία. Και τότε πάλιν η Χρυσόπορτα θα στολίσει ελλήνων βασιλέων θριάμβους και τρόπαια.
Τότε θα πάρουμε και τα κουρσεμένα πίσω. Τα πλούτη μας, τις δόξες, τα ιερά μας. Θα πάρουμε το σπαθί του Κωνσταντίνου και την κολυμπήθρα του πορφυρογέννητου· τις πόρτες του Λαού μας, το Ρολόγι των Μάγων, τ' άλογα τ' αράθυμα (38). Και θα μείνει πάλι φτωχή και ταπεινή ψαρούδισα η Βενετιά και η Πόλη μας θα γίνει αιώνων καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως πριν την μαράνει του Βενετσάνου το προδοτικό αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του Τούρκου.
Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε πάλι. Είμαστε άντρες εμείς· είμαστ' Έλληνες…»
Και ορθός τώρα έριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές, σαν προφήτης του Ισραήλ, υμνώντας την γη της Επαγγελίας, ο υποναύκληρος. Και δεν ήταν όχι ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο Ελληνισμός ολόκορμος, με την ακλόνητη πίστη των παραδόσεων και των θρύλων του.
Να, κοίταξ' εκεί· εκεί κάτω στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο ήλιος· ήλιος λαμπρός και ζωοπάροχος, ανέσπερος (8) και αΐδιος (9) - ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια, εκείνος δεν βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καημός αιώνων όλων - όχι κουραφέξαλα (10).
Κοίταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές σκουντουφλιασμένες (11), φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι - πένθος άλυτο. Θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμει τα πάντα θάλασσα και ν' απλωθεί αχόρταγος ρούφουλας (12) στον παράνομο κόσμο.
Μα, γύρισε κατά την Ηράκλεια (13), στον υγρό κάμπο ανάμεσα. Καιρός διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του Θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτείς. Έχεις πονόματο; άλειψε τα ματόφυλλά σου ν' αγναντέψεις κόσμους. Είσαι κουφός; θ' ακούσεις αρμονίες· βερέμης (14) είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ (15) εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπήθρα σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, εθνική πρώτ' απ' όλα. Είναι η Αγιατράπεζα, η Τράπεζα της Αγια- Σοφίας, το προσκυνητάρι του Γένους μας.
Την άπαρτη Πόλη μας καταχτητή ποδάρι την επάτησε· — ποδάρι Βενετσάνου. Ο τυφλός Δάνδολος (16) με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη (17) παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βδελυρό (18) του χνώτο· ερούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβησε αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης (19), φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του έθνους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά που θα γυρίσει πάλι μιαν ημέρα θεριεμένος εκδικητής· και ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ (20) πουλάρι που τσαλαπατεί αναίσθητο με τα πέταλά του τ' αβρά (21) λούλουδα, χύνονται απάνω της βίας και αδικίας και φόνου αχόρταγοι. Με τον σταυρό τους συντρίβουν τον σταυρό μας· με τη θρησκεία τους πελεκούν τη θρησκεία μας. Γκρεμίζουν εκκλησιές, ποδοπατούν καλλιτεχνήματα, μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν πνευματικά αριστουργήματα. Και σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες, πατούν αρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια (22)· νεκρούς γυμνώνουν ένδοξους, ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά. Στενάζει η Βασιλεύουσα· μοιρολογά η Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων, δεν λησμονεί την τέχνη των πατέρων του. Κουρσεύει τα βαριά μας κειμήλια, και θέλει με ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίσει τη λιμνογέννητη πατρίδα του.
Γαλέρες (24) φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλούτο μας τον αδαπάνητο, τη δόξα μας την αβασίλευτη, τη λάμψη, τη σοφία, τα ιερά μας. Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της· - ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας. Παίρνει την κολυμπήθρα την ιερή, που τόσοι εβαφτίσθηκαν πορφυρογέννητοι (25) γίγαντες και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες (26) του Λαού μας στολίζει τον Άγιο Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρολόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννηση· στήνει στις πλατείες της τ' άλογα τ' ανεμοπόδαρα (27), ακράτητου λαού συμβολική παράσταση.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε, στη Δύση την τρισβάρβαρη, να ημερώσουν κι εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κι εκείνης τα χώματα.
Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί. Η πλάκα η πολύτιμη, που την έστησε ο Ιουστινιανός (28) στη μέση του Λαού, λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια κ' εθυσίασαν απάνω της τα πάναγνα χέρια του Φωτίου (29), δεν πάει να κλειστεί σκλάβα στα επίβουλα (30) τείχη, κάτω από τ' αρπαχτικά χέρια του Ιννοκεντίου (31). Όχι· δεν πάει. Εκεί θα μείνει, στους τόπους της τους ιερούς, κοντά στη σεβαστή κοιτίδα της. Άνοιξε η καρίνα (32) στα δυο και γλίστρισε η Αγιατράπεζα μέσα στα νερά του Μαρμαρά (33). Ο βούλκος (34) έφυγε από κοντά της όπως φεύγει η αμαρτία τον Σταυρό και ο χρυσός άμμος εστρώθηκε κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του Θεού το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, εστάθηκε απάνω της προστατευτικό και άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του μονάκριβου παιδιού της.
Και από τότε είν' εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό τρισάγιο. Μύρο ανεβαίνει από τον βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο της θάλασσας περίγυρα και κάθεται χρίσμα(35) σωματικό, χρίσμα ψυχικό, εθνικό πρώτ' απ' όλα. Όπως από το άγιο Δισκοπότηρο βγαίνει αόρατη η σωτηρία του χριστιανού, αόρατη θα βγει από μέσα εκεί και η δική μας απολύτρωση. Η χαραυγή του Γένους μας εκεί θ' ανατείλει. Ναι, εκεί θ' ανατείλει. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται (36) να πιάσει τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάσει τη στεριά. Και τότε σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότο και βοριά, από ανατολή και δύση, ζείδωρος (37) ήλιος θα πυρώσει τους δούλους, καμπάνα θα σημάνει σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία. Και τότε πάλιν η Χρυσόπορτα θα στολίσει ελλήνων βασιλέων θριάμβους και τρόπαια.
Τότε θα πάρουμε και τα κουρσεμένα πίσω. Τα πλούτη μας, τις δόξες, τα ιερά μας. Θα πάρουμε το σπαθί του Κωνσταντίνου και την κολυμπήθρα του πορφυρογέννητου· τις πόρτες του Λαού μας, το Ρολόγι των Μάγων, τ' άλογα τ' αράθυμα (38). Και θα μείνει πάλι φτωχή και ταπεινή ψαρούδισα η Βενετιά και η Πόλη μας θα γίνει αιώνων καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως πριν την μαράνει του Βενετσάνου το προδοτικό αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του Τούρκου.
Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε πάλι. Είμαστε άντρες εμείς· είμαστ' Έλληνες…»
Και ορθός τώρα έριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές, σαν προφήτης του Ισραήλ, υμνώντας την γη της Επαγγελίας, ο υποναύκληρος. Και δεν ήταν όχι ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο Ελληνισμός ολόκορμος, με την ακλόνητη πίστη των παραδόσεων και των θρύλων του.
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Λόγια της Πλώρης (1899)
Προσαρμογή - Επιμέλεια κειμένου : © Δημήτρης Φιλελές
Λόγια της Πλώρης (1899)
Προσαρμογή - Επιμέλεια κειμένου : © Δημήτρης Φιλελές
-------------------------------------------------------------------------
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
1 υποναύκληρος, ο = ο δεύτερος υπαξιωματικός του πλοίου, κάτω από τον βαθμό του ναύκληρου (λοστρόμου).
2 τρανός, -η, -ο = μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός.
3 παίξε - γέλασε = έκφραση που σημαίνει : ασήμαντος.
4 σιδερόξυλο, το = πολύ σκληρό ξύλο, συνήθως τροπικής προέλευσης.
5 Τάρταρα, τα (μυθ.) = άβυσσος βαθύτερη από τον Άδη, τόπος τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών.
6 σκαρί, το (μτφ.) = ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία.
7 κοντύλι, το = όργανο γραφής από καλάμι, με το οποίο έγραφαν πάνω στην πλάκα οι μαθητές.
8 ανέσπερος, -η, -ο = αυτός που δεν δύει.
9 αΐδιος, -α, -ο = αιώνιος, αθάνατος, παντοτινός.
10 κουραφέξαλα = κουταμάρες.
11 σκουντουφλιασμένος = κατσουφιασμένος, κακοδιάθετος.
12 ρούφουλας, ο = ο στρόβιλος, η δίνη, η ρουφήχτρα.
13 Ηράκλεια, η = ο συγγραφέας υπονοεί το Βυζάντιο και αναφέρεται στην Ηράκλεια, την αρχαία Μητρόπολη της Ανατολικής Θράκης με έδρα τη Ραιδεστό, στην οποία υπαγόταν ο επίσκοπος Βυζαντίου πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
14 βερέμης, ο = ο φυματικός, ο καχεκτικός.
15 κολυμπήθρα του Σιλωάμ = δεξαμενή στην Ιερουσαλήμ, στην οποία έστειλε ο Ιησούς έναν τυφλό να πλυθεί για να επανέλθει η όρασή του.
16 Δάνδολος Ερρίκος (1107 μ.Χ. - 1205 μ.Χ.) = Βενετός δόγης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Δ' Σταυροφορία, οδήγησε τους Σταυροφόρους εναντίον του Βυζαντίου (1204) και λεηλάτησε την Κωνσταντινούπολη.
17 άσπιλος, -η, -ο = αγνός, άμεμπτος, αμόλυντος, αυτός που δεν έχει κηλίδα ανήθικης πράξης.
18 βδελυρός, -ή, -ό = σιχαμερός, αηδιαστικός.
19 Κωνσταντίνος (ΙΑ') Λάσκαρης = Είναι ο υπερασπιστής της Κωνσταντινούπολης που με κλήρο έγινε αυτοκράτορας το βράδυ της 12ης Απριλίου 1204, για να προστατέψει την Πόλη από τους πολιορκητές Σταυροφόρους. Τον εγκατέλειψαν όμως όλοι και αναγκάστηκε να διαφύγει με πλοίο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Ο Κωνσταντίνος χάνεται σε μάχη το 1205 και ο αδελφός του Θεόδωρος Α' Λάσκαρης θα οργανώσει στη συνέχεια την αντίσταση και τον πόλεμο κατά των Σταυροφόρων, θα τους νικήσει, θα τους περιορίσει και θα κατορθώσει να δημιουργήσει την αυτοκρατορία της Νίκαιας.
20 αψύς, -ιά, -ύ = ευερέθιστος.
21 αβρός, ή, -ό = απαλός, τρυφερός.
22 κλινάρια, τα = τα κρεβάτια.
23 Σιών = ο συγγραφέας εννοεί την Κωνσταντινούπολη ως "η Σιών μας", σε αντιστοιχία με τη Σιών του Ισραήλ, την πνευματική Ιερουσαλήμ, από την οποία προέρχεται η διδασκαλία και ο νόμος του Θεού.
24 γαλέρα, η = πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με κουπιά.
25 πορφυρογέννητος, -η, -ο = τίτλος παιδιών βυζαντινών αυτοκρατόρων, που γεννήθηκαν ενώ οι γονείς τους ήδη βασίλευαν.
26 χρυσόπορτες, οι = Όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου επέστρεφε νικητής από την εκστρατεία, έμπαινε στην Πόλη από την Χρυσή Πύλη ακολουθούμενος από τους αξιωματικούς, τον στρατό, τους αιχμαλώτους, τα λάφυρα κλπ.
27 ανεμοπόδαρος, -η, -ο = αυτός που είναι γρήγορος σαν τον άνεμο.
28 Ιουστινιανός = Βυζαντινός αυτοκράτορας (482 μ.Χ. - 565 μ.Χ.)
29 Φώτιος = Φώτιος Α', Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (810 ή 820 μ.Χ. - 890 μ.Χ)
30 επίβουλος, -η, -ο = κακός και ύπουλος.
31 Ιννοκέντιος = Πάπας Ιννοκέντιος Γ' (1160 μ.Χ. - 1216 μ.Χ.)
32 καρίνα, η = το κατώτερο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που ξεκινά από την πλώρη και φτάνει ως την πρύμνη και αποτελείται από δυο ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια.
33 Μαρμαράς = η θάλασσα του Μαρμαρά ή Προποντίδα.
34 βούλκος, ο = η σαπίλα, η βρομιά.
35 χρίσμα, το = ένα από τα 7 Μυστήρια της Ορθοδοξίας, όπου ο ιερέας χρίει το βρέφος μετά τη βάφτιση με το Άγιο Μύρο.
36 βούλομαι = θέλω, επιθυμώ,
37 ζείδωρος, -η, -ο = αυτός που δωρίζει ζωή.
38 αράθυμος, -η, -ο = οξύθυμος, βίαιος.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
1 υποναύκληρος, ο = ο δεύτερος υπαξιωματικός του πλοίου, κάτω από τον βαθμό του ναύκληρου (λοστρόμου).
2 τρανός, -η, -ο = μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός.
3 παίξε - γέλασε = έκφραση που σημαίνει : ασήμαντος.
4 σιδερόξυλο, το = πολύ σκληρό ξύλο, συνήθως τροπικής προέλευσης.
5 Τάρταρα, τα (μυθ.) = άβυσσος βαθύτερη από τον Άδη, τόπος τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών.
6 σκαρί, το (μτφ.) = ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία.
7 κοντύλι, το = όργανο γραφής από καλάμι, με το οποίο έγραφαν πάνω στην πλάκα οι μαθητές.
8 ανέσπερος, -η, -ο = αυτός που δεν δύει.
9 αΐδιος, -α, -ο = αιώνιος, αθάνατος, παντοτινός.
10 κουραφέξαλα = κουταμάρες.
11 σκουντουφλιασμένος = κατσουφιασμένος, κακοδιάθετος.
12 ρούφουλας, ο = ο στρόβιλος, η δίνη, η ρουφήχτρα.
13 Ηράκλεια, η = ο συγγραφέας υπονοεί το Βυζάντιο και αναφέρεται στην Ηράκλεια, την αρχαία Μητρόπολη της Ανατολικής Θράκης με έδρα τη Ραιδεστό, στην οποία υπαγόταν ο επίσκοπος Βυζαντίου πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
14 βερέμης, ο = ο φυματικός, ο καχεκτικός.
15 κολυμπήθρα του Σιλωάμ = δεξαμενή στην Ιερουσαλήμ, στην οποία έστειλε ο Ιησούς έναν τυφλό να πλυθεί για να επανέλθει η όρασή του.
16 Δάνδολος Ερρίκος (1107 μ.Χ. - 1205 μ.Χ.) = Βενετός δόγης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Δ' Σταυροφορία, οδήγησε τους Σταυροφόρους εναντίον του Βυζαντίου (1204) και λεηλάτησε την Κωνσταντινούπολη.
17 άσπιλος, -η, -ο = αγνός, άμεμπτος, αμόλυντος, αυτός που δεν έχει κηλίδα ανήθικης πράξης.
18 βδελυρός, -ή, -ό = σιχαμερός, αηδιαστικός.
19 Κωνσταντίνος (ΙΑ') Λάσκαρης = Είναι ο υπερασπιστής της Κωνσταντινούπολης που με κλήρο έγινε αυτοκράτορας το βράδυ της 12ης Απριλίου 1204, για να προστατέψει την Πόλη από τους πολιορκητές Σταυροφόρους. Τον εγκατέλειψαν όμως όλοι και αναγκάστηκε να διαφύγει με πλοίο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Ο Κωνσταντίνος χάνεται σε μάχη το 1205 και ο αδελφός του Θεόδωρος Α' Λάσκαρης θα οργανώσει στη συνέχεια την αντίσταση και τον πόλεμο κατά των Σταυροφόρων, θα τους νικήσει, θα τους περιορίσει και θα κατορθώσει να δημιουργήσει την αυτοκρατορία της Νίκαιας.
20 αψύς, -ιά, -ύ = ευερέθιστος.
21 αβρός, ή, -ό = απαλός, τρυφερός.
22 κλινάρια, τα = τα κρεβάτια.
23 Σιών = ο συγγραφέας εννοεί την Κωνσταντινούπολη ως "η Σιών μας", σε αντιστοιχία με τη Σιών του Ισραήλ, την πνευματική Ιερουσαλήμ, από την οποία προέρχεται η διδασκαλία και ο νόμος του Θεού.
24 γαλέρα, η = πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με κουπιά.
25 πορφυρογέννητος, -η, -ο = τίτλος παιδιών βυζαντινών αυτοκρατόρων, που γεννήθηκαν ενώ οι γονείς τους ήδη βασίλευαν.
26 χρυσόπορτες, οι = Όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου επέστρεφε νικητής από την εκστρατεία, έμπαινε στην Πόλη από την Χρυσή Πύλη ακολουθούμενος από τους αξιωματικούς, τον στρατό, τους αιχμαλώτους, τα λάφυρα κλπ.
27 ανεμοπόδαρος, -η, -ο = αυτός που είναι γρήγορος σαν τον άνεμο.
28 Ιουστινιανός = Βυζαντινός αυτοκράτορας (482 μ.Χ. - 565 μ.Χ.)
29 Φώτιος = Φώτιος Α', Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (810 ή 820 μ.Χ. - 890 μ.Χ)
30 επίβουλος, -η, -ο = κακός και ύπουλος.
31 Ιννοκέντιος = Πάπας Ιννοκέντιος Γ' (1160 μ.Χ. - 1216 μ.Χ.)
32 καρίνα, η = το κατώτερο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που ξεκινά από την πλώρη και φτάνει ως την πρύμνη και αποτελείται από δυο ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια.
33 Μαρμαράς = η θάλασσα του Μαρμαρά ή Προποντίδα.
34 βούλκος, ο = η σαπίλα, η βρομιά.
35 χρίσμα, το = ένα από τα 7 Μυστήρια της Ορθοδοξίας, όπου ο ιερέας χρίει το βρέφος μετά τη βάφτιση με το Άγιο Μύρο.
36 βούλομαι = θέλω, επιθυμώ,
37 ζείδωρος, -η, -ο = αυτός που δωρίζει ζωή.
38 αράθυμος, -η, -ο = οξύθυμος, βίαιος.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
| |