Διαβάστε ένα συγκινητικό διήγημα που μιλάει για την βιοπάλη ενός ορφανού παιδιού, που δεν ήθελε να βλέπει τη θεία του να τον συντηρεί και βγήκε στους δρόμους για την δική του βιοπάλη. Το παράδειγμα και η τιμιότητα αυτού του παιδιού αποτελούσαν τότε πρότυπο ζωής για πολλά παιδιά της ηλικίας μας!...
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Μόλις ήταν δέκα χρονών παιδί ο Ανδρέας και γνώριζε κιόλας τις στενοχώριες της ζωής.
Σε ηλικία τεσσάρων μόλις χρονών είχε χάσει τη μανούλα του και τώρα έχασε και τον καλό του πατέρα. Έτσι ο Ανδρέας με το μικρούλη του τον αδελφό, το Νότη, έμειναν στους πέντε δρόμους.
Καλά που βρέθηκε η θεία τους η Σταυρούλα, η αδελφή της μάνας τους της συχωρεμένης και τα περιμάζεψε. Φτωχή όμως κι αυτή εργάτρια σ’ ένα ταπητουργείο, πού να χορτάσει ψωμί τα ορφανά!
Τι να πρωτοκάμει η θεία η Σταυρούλα με τις λίγες δραχμούλες, που παίρνει;
Μια ημέρα ο Ανδρέας, που ήταν παιδί πολύ στοχαστικό και καταλάβαινε τις στενοχώριες της θείας του, της λέει:
—Ξέρεις, θεία Σταυρούλα, εγώ σε λίγο τελειώνω πια το σχολείο. Θα πάω να δουλέψω. Δεν μπορώ να σε βλέπω να κουράζεσαι έτσι και πάλι να πεινάμε όλοι μας. Πρέπει και εγώ να βγάζω το δικό μου.
—Σε καλό σου, γιόκα μου! Ποιός θα σε πάρει στη δουλειά του μια στάλα παιδί; Τι μπορεί να κάμει ένα παιδί στην ηλικία σου;
Μα ο Ανδρέας επέμενε και έγινε... έμπορος. Πουλούσε σπίρτα στο δρόμο, στα καφενεία, στις γωνίες, όπου βρισκόταν.
Έτσι, χλωμό από την κακοπέραση και φτωχοντυμένο, όποιος τον έβλεπε, και ανάγκη να μην είχε, έπαιρνε κανένα κουτί. Σπίρτα είναι, χρειάζονται.
Μια μέρα ο Ανδρέας πλησίασε έναν κύριο, την ώρα που έβγαινε από ένα μεγάλο κατάστημα. Από το πρωί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί.
—Πάρτε, κύριε, ένα κουτάκι σπίρτα από το φτωχό.
Ο κύριος γύρισε και είδε το παιδί με συμπόνια. Δεν έμοιαζε με τα χαμίνια του δρόμου. Στο χλωμό του πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη η θλίψη.
Έψαξε τότε ο κύριος για ψιλά, αλλά δεν βρήκε. Ύστερα έβγαλε το πορτοφόλι του, αλλά κι εκείνο δεν είχε τίποτε λιγότερο από κατοστάρικα.
Λυπάμαι, μικρέ μου, που δεν έχω ψιλά, είπε ο κύριος και έκαμε να φύγει.
—Δώστε μου, κύριε, το κατοστάρικο και εγώ θα βρω να το χαλάσω. Θα τρέξω γρήγορα - γρήγορα και σε δυο λεπτά θα σας φέρω τα ψιλά.
—Αλήθεια το λες; ερώτησε ο κύριος, βλέποντας τον Ανδρέα κατάματα.
—Ναι, αλήθεια σας λέω.
Το ξάστερο πρόσωπο του παιδιού κι ο τρόπος που του μίλησε έπεισαν τον κύριο να του εμπιστευθεί το κατοστάρικο.
Ο Ανδρέας έφυγε τρεχάτος.
Ο κύριος έμεινε επάνω στο πεζοδρόμιο και περίμενε. Στο μεταξύ πλησίασε τη βιτρίνα κι έβλεπε.
Πέρασαν πέντε λεπτά, πέρασαν δέκα κι ο Ανδρέας ακόμη να φανεί! Ο κύριος άρχισε να κουνά το μπαστούνι του νευρικά και το πρόσωπό του έδειχνε ανησυχία. Πέρασαν άλλα δέκα λεπτά, τίποτε!
—Κουτός ήμουν να πιστέψω σ’ ένα παιδί του δρόμου, έλεγε από μέσα του.
Μετά μισή ώρα, σαν απελπίσθηκε, πήρε το δρόμο και τράβηξε για το σπίτι του.
Την άλλη μέρα βλέπει ο κύριος έξω από την πόρτα του σπιτιού του ένα μικρούλη να τον περιμένει. Έμοιαζε απαράλλακτα με τον μικρό, που του είχε δώσει το κατοστάρικο, μόνο που ήταν μικρότερος από εκείνον.
Κάποια μεγάλη θλίψη θα είχε στην καρδιά του το παιδί, γιατί τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.
—Κύριε, του είπε με ύφος φοβισμένο, εσείς είστε που δώσατε στον Ανδρέα μας χθες το πρωί το κατοστάρικο;
—Ναι, εγώ είμαι, απάντησε ο κύριος.
—Να τα λεφτά σας, κύριε. Μ’ έστειλε ο Ανδρέας μας να σας τα δώσω.
—Και πώς βρήκες το σπίτι μου, παιδί μου;
—Μ’ έστειλε ο Ανδρέας στο κατάστημα που σας βρήκε χθες και ρώτησα, γιατί τον Ανδρέα τον πάτησε το αυτοκίνητο, είπε ο μικρός χύνοντας πικρά δάκρυα.
Ο κύριος στάθηκε για μια στιγμή σκεπτικός και το πρόσωπό του έδειχνε μεγάλη ταραχή.
Ύστερα πήρε το παιδί από το χέρι και του λέει:
—Πάμε, μικρέ μου, στο σπίτι σας.
Σε λίγο μπήκαν σε ένα στενοδρόμι.
—Εδώ, κύριε, είναι το σπίτι μας, είπε το παιδί και έδειξε με το δάκτυλό του ένα σκοτεινό υπόγειο.
Κατέβηκαν τέσσερα - πέντε σκαλοπάτια. Σε μια γωνιά του υπογείου ήταν ένα αχυρένιο στρώμα. Επάνω στο στρώμα αυτό κειτόταν ένα παιδί και στο πλάι του παράστεκε μια φτωχοντυμένη γυναικούλα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα.
Ο κύριος γνώρισε αμέσως τον Ανδρέα. Το πρόσωπό του ήταν κατάχλωμο σαν το κερί.
Γονάτισε ο κύριος και έπιασε το χέρι του φτωχού παιδιού, ένα χεράκι ξυλιασμένο.
—Έδωσες στον κύριο τα λεφτά; ρώτησε ο Ανδρέας τον αδερφούλη του. Και η φωνή του, αδύνατη, νόμιζες πως θα έσβηνε, πριν αποσώσει τα λόγια του.
Ο καλός κύριος έσκυψε τότε και φίλησε το μέτωπο του παιδιού και με φωνή γεμάτη συμπόνια είπε στη θεία του:
—Θα φροντίσω εγώ γι αυτό το παιδί, για να γίνει καλά. Μια στιγμή και θα ξανάρθω.
Και ανέβηκε βιαστικός τα σκαλοπάτια.
Σε λίγο ξαναγύρισε με το αυτοκίνητο των πρώτων βοηθειών. Πήρε ο ίδιος το παιδί στην αγκαλιά του και το έβαλε προσεκτικά μέσα στο αυτοκίνητο.
Ύστερα από λίγη ώρα ο Ανδρέας ήταν ξαπλωμένος επάνω σ’ ένα λευκό κρεβάτι στο νοσοκομείο.
Η πληγή του βέβαια ήταν βαριά και ο κίνδυνος μεγάλος. Αλλά οι φροντίδες των καλών γιατρών τον έσωσαν.
Έμεινε αρκετές ημέρες στο νοσοκομείο ο Ανδρέας.
Όταν έγινε καλά και βγήκε από το νοσοκομείο, ο καλός κύριος δεν τον άφησε πια να πουλά σπίρτα. Τον έστειλε πάλι στο σχολείο, για να μάθη περισσότερα γράμματα. Το ίδιο έκαμε και για το Νότη, τον αδελφό του Ανδρέα.
Ούτε τους άφησε να ζουν στο ίδιο υγρό και ανήλιο υπόγειο. Πήρε τη θεία τους τη Σταυρούλα οικονόμο στο πλούσιο σπίτι του και παραχώρησε και για τους τρεις ένα μεγάλο προσηλιακό δωμάτιο.
Από τότε η θεία Σταυρούλα με τα ορφανά ανιψάκια της έζησε ευχαριστημένη. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν τίμιοι εργάτες και καλοί άνθρωποι.
ΠΗΓΗ: Γ. ΜΕΓΑ, Κ. ΡΩΜΑΙΟΥ Σ. ΔΟΥΦΕΞΗ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ :
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Δ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ,
ΑΘΗΝΑΙ 1959
Πηγή : sakketosaggelos.gr
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
|
|