Υπάρχουν αναμνήσεις που όσα χρόνια κι αν περάσουν, καταγράφονται ανεξίτηλα και ανακαλούνται στη μνήμη μέσα από τυχαία περιστατικά. Τέτοια είναι κι αυτή που μοιράζομαι με τους αναγνώστες σήμερα, μετά από την ανάρτηση στο ιστολόγιο, με τίτλο "¨Όταν οι Ναζί ακρωτηρίαζαν τους ήρωες στην Κρήτη".
Έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από εκείνο το πρωινό που, έχοντας αδικαιολόγητα καθυστερήσεις για τη δουλειά μου, κατέφυγα στη λύση του ταξί. Η διαδρομή μικρή, από το Θησείο για το Σύνταγμα. Η αντίστοιχη διαδρομή με το τρόλεϊ της εποχής εκείνης, με τις πολλαπλές στάσεις του θα απαιτούσε τουλάχιστον τρία τέταρτα της ώρας, οπότε η απουσία μου θα συνοδευόταν από τις σχετικές παρατηρήσεις˙ κάτι καθόλου ευχάριστο. Οπότε, ταξί!
Ο οδηγός ήταν ένας εύσωμος εξηνταπεντάχρονος πάνω κάτω με παχύ στριφτό μουστάκι, γεγονός που πρόδιδε την καταγωγή του˙ Κρητικός - και δεν έπεσα τελικά έξω.
Με καλημέρισε ευγενικά, του ανταπέδωσα την καλημέρα και, αφού του είπα τον προορισμό μου, ξεκινήσαμε, ως είθισται, τη συζήτηση επί παντός του επιστητού. Δεν ξέρω αν το ΄φερε η κουβέντα ή αν έφερε εκείνος εκεί την κουβέντα, αλλά σε κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, γυρίζει και μου λέει :
"Εμένα που με βλέπεις, παλληκάρι μου, έχω κάμει φυλακή"!
Οφείλω να ομολογήσω πως η έκπληξή μου, και λόγω του νεαρού (τότε) της ηλικίας, ήταν τεράστια. Είχα δίπλα μου έναν ήρεμο, καλοσυνάτο άνθρωπο, που δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως κάποιον θα είχε βλάψει. Και τόλμησα την ερώτηση :
"Γιατί μπήκες φυλακή;"
"Έχω σκοτώσει άνθρωπο", ήρθε η απάντηση που με κεραυνοβόλησε.
Ίσως σήμερα να μην αισθανόμουν την ίδια έκπληξη, μιας και από τότε μέχρι τώρα η εγκληματικότητα έχει μεταμορφωθεί σε κοινωνικό φαινόμενο προς συζήτηση και περαιτέρω ανάλυση των αιτίων που την προκαλούν. Τότε, όμως, μου φάνηκε κάτι τρομακτικό.
Πήρα κουράγιο και αποφάσισα να κάνω και την επόμενη ερώτηση :
"Και πώς εσύ, ένας τόσο ήρεμος άνθρωπος, έφτασες να κάνεις κάτι τέτοιο;"
Φαίνεται πως, τελικά, είχε οδηγήσει τα πράγματα εκεί που ήθελε. Είχε δημιουργήσει τις συνθήκες για να μου εξομολογηθεί την προσωπική του ιστορία - αυτό ήθελε εξ αρχής.
"Εγώ είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό", ξεκίνησε. "Στον πόλεμο, όταν οι Γερμανοί πάτησαν την Κρήτη, ο αδελφός μου πέρασε στην Αντίσταση, βγήκε στο βουνό. Μα ένας προδότης χωριανός μας οδήγησε τους κατακτητές εκεί που κρύβονταν οι αντάρτες. Τον έπιασαν, τον έφεραν στο χωριό και τον εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια μας, μαζί με τους άλλους, στην πλατεία.
Τον ήξερα τον προδότη, τον ήξεραν όλοι στο χωριό, μα τον φύλαγαν καλά οι Γερμανοί για να τους κάνει τις βρομοδουλειές. Είχαμε άλλα, πιο σοβαρά πράγματα να κάνουμε τότε. Είπα να τελειώσει πρώτα ο πόλεμος, να ξεκουμπιστούν απ' τον τόπο μας και θα λογαριαστούμε.
Τέλειωσε ο πόλεμος. Ηρέμησαν τα πράγματα. Είπα να δώσω τόπο στην οργή, να μη χυθεί άλλο αίμα. Μα του 'πεμψα μαντάτο με τους χωριανούς. Να ξέρει πως δεν θα τον πειράξω, μα αν καθίσει στο ίδιο καφενείο που πηγαίνω, θα τονε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
Πέρασαν τα χρόνια και θάρρεψε πως ξεχάστηκα. Πήγα να πιω τον καφέ μου κι ήρθε κι έκατσε απέναντί μου."
Δεν κρατήθηκα και τον διέκοψα απότομα. "Κι εσύ τι έκανες;" τον ρώτησα.
"Αυτό που έπρεπε να κάμω. Σηκώθηκα και τον επίνιξα με τα ίδια μου τα χέρια!"
Όσο κι αν αυτή ήταν η αναμενόμενη απάντηση - όχι ως προς τον τρόπο αλλά ως προς το συμβάν- έμεινα άφωνος. Ένιωσα πως βρισκόμουν πρόσωπο με πρόσωπο με ήρωα αρχαίας τραγωδίας. Μόνο που όλα είχαν συμβεί, προφανώς, πριν από μερικά χρόνια...
Δεν μπορούσα να αποφύγω την επόμενη ερώτηση, όσο κι αν δεν ήξερα πώς να την ξεστομίσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ρώτησα : "Και πώς ένιωσες;".
Μεσολάβησε μια μικρή σιωπή και ακολούθησε η απάντηση, αποστομωτική, που ήταν μαζί και η λύτρωσή του : "Αναπαύτηκε λιγάκι η ψυχή μου!"
Δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα μέχρι την Πλατεία Συντάγματος. Δεν υπήρχε άλλωστε λόγος. Τα είχε εξομολογηθεί όλα. Τα είχα καταλάβει όλα. Χωρίσαμε μετά από λίγο και τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του...
Συντάκτης άρθρου : Δημήτρης Φιλελές
Πηγή : Ανοιχτό Ελληνικό Σχολείο
Έχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από εκείνο το πρωινό που, έχοντας αδικαιολόγητα καθυστερήσεις για τη δουλειά μου, κατέφυγα στη λύση του ταξί. Η διαδρομή μικρή, από το Θησείο για το Σύνταγμα. Η αντίστοιχη διαδρομή με το τρόλεϊ της εποχής εκείνης, με τις πολλαπλές στάσεις του θα απαιτούσε τουλάχιστον τρία τέταρτα της ώρας, οπότε η απουσία μου θα συνοδευόταν από τις σχετικές παρατηρήσεις˙ κάτι καθόλου ευχάριστο. Οπότε, ταξί!
Ο οδηγός ήταν ένας εύσωμος εξηνταπεντάχρονος πάνω κάτω με παχύ στριφτό μουστάκι, γεγονός που πρόδιδε την καταγωγή του˙ Κρητικός - και δεν έπεσα τελικά έξω.
Με καλημέρισε ευγενικά, του ανταπέδωσα την καλημέρα και, αφού του είπα τον προορισμό μου, ξεκινήσαμε, ως είθισται, τη συζήτηση επί παντός του επιστητού. Δεν ξέρω αν το ΄φερε η κουβέντα ή αν έφερε εκείνος εκεί την κουβέντα, αλλά σε κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, γυρίζει και μου λέει :
"Εμένα που με βλέπεις, παλληκάρι μου, έχω κάμει φυλακή"!
Οφείλω να ομολογήσω πως η έκπληξή μου, και λόγω του νεαρού (τότε) της ηλικίας, ήταν τεράστια. Είχα δίπλα μου έναν ήρεμο, καλοσυνάτο άνθρωπο, που δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως κάποιον θα είχε βλάψει. Και τόλμησα την ερώτηση :
"Γιατί μπήκες φυλακή;"
"Έχω σκοτώσει άνθρωπο", ήρθε η απάντηση που με κεραυνοβόλησε.
Ίσως σήμερα να μην αισθανόμουν την ίδια έκπληξη, μιας και από τότε μέχρι τώρα η εγκληματικότητα έχει μεταμορφωθεί σε κοινωνικό φαινόμενο προς συζήτηση και περαιτέρω ανάλυση των αιτίων που την προκαλούν. Τότε, όμως, μου φάνηκε κάτι τρομακτικό.
Πήρα κουράγιο και αποφάσισα να κάνω και την επόμενη ερώτηση :
"Και πώς εσύ, ένας τόσο ήρεμος άνθρωπος, έφτασες να κάνεις κάτι τέτοιο;"
Φαίνεται πως, τελικά, είχε οδηγήσει τα πράγματα εκεί που ήθελε. Είχε δημιουργήσει τις συνθήκες για να μου εξομολογηθεί την προσωπική του ιστορία - αυτό ήθελε εξ αρχής.
"Εγώ είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό", ξεκίνησε. "Στον πόλεμο, όταν οι Γερμανοί πάτησαν την Κρήτη, ο αδελφός μου πέρασε στην Αντίσταση, βγήκε στο βουνό. Μα ένας προδότης χωριανός μας οδήγησε τους κατακτητές εκεί που κρύβονταν οι αντάρτες. Τον έπιασαν, τον έφεραν στο χωριό και τον εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια μας, μαζί με τους άλλους, στην πλατεία.
Τον ήξερα τον προδότη, τον ήξεραν όλοι στο χωριό, μα τον φύλαγαν καλά οι Γερμανοί για να τους κάνει τις βρομοδουλειές. Είχαμε άλλα, πιο σοβαρά πράγματα να κάνουμε τότε. Είπα να τελειώσει πρώτα ο πόλεμος, να ξεκουμπιστούν απ' τον τόπο μας και θα λογαριαστούμε.
Τέλειωσε ο πόλεμος. Ηρέμησαν τα πράγματα. Είπα να δώσω τόπο στην οργή, να μη χυθεί άλλο αίμα. Μα του 'πεμψα μαντάτο με τους χωριανούς. Να ξέρει πως δεν θα τον πειράξω, μα αν καθίσει στο ίδιο καφενείο που πηγαίνω, θα τονε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
Πέρασαν τα χρόνια και θάρρεψε πως ξεχάστηκα. Πήγα να πιω τον καφέ μου κι ήρθε κι έκατσε απέναντί μου."
Δεν κρατήθηκα και τον διέκοψα απότομα. "Κι εσύ τι έκανες;" τον ρώτησα.
"Αυτό που έπρεπε να κάμω. Σηκώθηκα και τον επίνιξα με τα ίδια μου τα χέρια!"
Όσο κι αν αυτή ήταν η αναμενόμενη απάντηση - όχι ως προς τον τρόπο αλλά ως προς το συμβάν- έμεινα άφωνος. Ένιωσα πως βρισκόμουν πρόσωπο με πρόσωπο με ήρωα αρχαίας τραγωδίας. Μόνο που όλα είχαν συμβεί, προφανώς, πριν από μερικά χρόνια...
Δεν μπορούσα να αποφύγω την επόμενη ερώτηση, όσο κι αν δεν ήξερα πώς να την ξεστομίσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ρώτησα : "Και πώς ένιωσες;".
Μεσολάβησε μια μικρή σιωπή και ακολούθησε η απάντηση, αποστομωτική, που ήταν μαζί και η λύτρωσή του : "Αναπαύτηκε λιγάκι η ψυχή μου!"
Δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα μέχρι την Πλατεία Συντάγματος. Δεν υπήρχε άλλωστε λόγος. Τα είχε εξομολογηθεί όλα. Τα είχα καταλάβει όλα. Χωρίσαμε μετά από λίγο και τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του...
Συντάκτης άρθρου : Δημήτρης Φιλελές
Πηγή : Ανοιχτό Ελληνικό Σχολείο