Ι
Προαισθάνομαι μια μακριά περίοδο δυστυχίας. Ανοίγω την παρένθεση τούτη με μια χρονολογία που, μέσα της, θ' ακούγονται να θρηνούν για πολλούς αιώνες έπειτα οι ευγενικότεροι λαοί της Ευρώπης.
1941
Ντρέπομαι, γιατί, γράφοντας, σήμερα, εξακολουθώ να προβάλλω τον εαυτό μου. Αλλά τα χειρόγραφα τούτα δεν έχουνε καμιά βαθύτερη σημασία απ' αυτή που θα σας εξηγήσω αμέσως. Η πράξη μου τούτη - όλα μου δηλαδή αυτά τα γραφόμενα - είναι παρόμοια με την πράξη ενός παιδιού, που μουσκεύει το μαξιλάρι του κλαίοντας. Μου φαίνεται
πως όλοι οι άνθρωποι έχουνε αυτό το δικαίωμα και πολύ περισσότερο τα παιδιά και οι ποιητές, που πιστέψανε μ' όλη τους την ψυχή στη δικαιοσύνη του κόσμου.
Αθήνα, οδός Κομνηνών, 27 του Δεκέμβρη
Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Σηκώνομαι και ψηλαφώ το σκοτάδι.
- Αχ! καημένα βουνά της πατρίδας μου!
Ξαναγυρίζω και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού μου. Ρίχνω το πρόσωπο στις παλάμες κι αναπολώ τα βουνά της πατρίδας μου. Τον ευρύ τους συμπαντικό φωτισμό. Τον ήλιο που βρέχει στα πράσινα έλατα... Ξανασηκώνομαι πάλι κι ανάβω το φως. Κοιτάζω περίεργα τη στρατιωτική μου στολή που βρίσκεται κρεμασμένη στον τοίχο. Κάνω δυο βήματα. Στέκομαι όρθιος στο μέσο της κάμαρας. Έχω σκυμμένο το πρόσωπό μου και κοιτάζω το πάτωμα. Προσπαθώ να συλλάβω το θρήνο ή το τραγούδι όλης της γης. Ακούω τον Εκκλησιαστή του παρεκκλησιού της πατρίδας μου.
- Και ως αμνός επί σφαγήν ήχθης...
ΙΙ
Έκαψα σήμερα το πρωί όλα τα χειρόγραφα που είχα φέρει μαζί μου απ' το Αλβανικό μέτωπο. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι συνέβη να πολεμήσω κι εγώ, πράγμα παράξενο για μένα τον ίδιο, όχι γιατί φοβόμουνα τον πόλεμο, αλλά γιατί φοβόμουνα περισσότερο κι από τα ανθρώπινα όπλα την ίδια μου την ευθύνη. Κι έκαψα σήμερα όλα μου τα χειρόγραφα γιατί, πρώτα - πρώτα, έτυχε να 'χω διαβάσει, πολύ πριν απ' τον τελευταίο πόλεμο, άλλα παρόμοια βιβλία, μερικές έξοχες αντιπολεμικές σελίδες, του Ρομαίν Ρολάν, του Μπαρμπύς, του Ντορζελές, του Ρεμάρκ. Κι ύστερα γιατί άρχισα να πιστεύω πια ότι τα όπλα του πνεύματος θα πρέπει να γίνουνε πιο ισχυρά και πιο επίγεια. Είναι ίσως θλιβερό να το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έχει καταλάβει τον προορισμό του πάνω στη γη, μα δε θα μπορούσα να σκεφτώ διαφορετικά, μια που ο άνεμος του κακού, αιώνες τώρα, παρασύρει με το πρώτο του φύσημα και τα βιβλία και τους δασκάλους και τα κηρύγματα... Και δε μπορώ να καταλάβω ακόμα, για ποιο λόγο περιμάζεψε αργότερα η γυναίκα μου δυο τρία απ' αυτά τα χειρόγραφα, που τα βρήκε μισοκαμένα πάνω στο τζάκι. Ίσως να θέλησε να κρατήσει αυτή τη μικρή ανάμνηση για τα δυο μικρά παιδιά μας ή και για τον ίδιο τον εαυτό της ακόμα. Δεν ξέρω, της είπα. Όλ' αυτά που γράφω, κι αυτά που διαβάζω ακόμα, είναι πράγματα τόσο ασήμαντα, που μου προκαλούνε το γέλιο. Και δε μπορώ να σου περιγράψω πόσο τραγικό είναι αυτό το γέλιο. Ένα γέλιο τόσο πικρό και τόσο απελπισμένο, σα να ιδρώνουν τα κόκαλά μου κι ο ιδρώτας τους να στάζει από τα χείλη μου.
- Υπάρχει, άραγε, μπορεί να υπάρξει, Άννα, η τραγική εκείνη φωνή, που θα ριχτεί ενάντια στην εποχή μας και θ' ακουστεί από την εποχή μας... Μπορεί ν' ακουστούνε σήμερα οι φωνές; Οι φωνές... Όχι, δε μπορούνε ν' ακουστούνε οι φωνές σήμερα, Άννα.
Έχω λοιπόν τώρα μπροστά μου αυτά τα τρία χειρόγραφα που, δεν ξέρω γιατί, μου γεννάνε ένα παράξενο αίσθημα, καθώς διαβάζω τις μισοκαμένες τους πλέον φράσεις. Τα χειρόγραφα δεν έχουν ημερομηνίες. Είναι φορτωμένα με πολλή πίκρα κι όπως φαίνεται, μου αρέσει να τρέφομαι με το ίδιο μου το παράπονο.
"Συναντήθηκα μια μέρα", διαβάζω στο πρώτο χειρόγραφό μου, "μ' ένα στρατιώτη σ' ένα πεδίο μάχης. Άν είχαμε συναντηθεί κάπου άλλου κι όχι σ΄ ένα πεδίο μάχης, θα μπορούσα να του μιλήσω με περισσότερη ασφάλεια. Γιατί έρχεται, θα του 'λεγα, τόσο απειλητικά και τόσο αδυσώπητα εναντίον μου; Εσύ, που δεν είσαι παρά ένα θαύμα πνοής και αντίληψης, εσύ, που διακρίνεις τα χρώματα, εσύ, που μελετάς τις πτυχές του ουράνιου συστήματος, εσύ... Πώς έβαλες τελευταίο σκοπό στη ζωή σου το να σκοτώσεις εμένα;... Έλα να κάτσουμε εδώ στην πλαγιά να το σκεφτούμε μαζί...
"Αφού τοποθέτησα το νεκρό", διαβάζω στο δεύτερό μου χειρόγραφο, "σε μια πιο ειρηνική στάση, κάθισα κοντά του και δεν ήθελα να πάω κατά πουθενά. Και πού θα βρω, του 'λεγα, έναν τόσο καλό σύντροφο, να μ' ακούει με τόση πραότητα, να 'ναι ξαπλωμένος στο πλάι μου με τόση εμπιστοσύνη, να 'ναι η έκφραση του προσώπου του ένα απόλυτο "Ναι", ένα απεριόριστο "Κάμε ό,τι θέλεις;".
'Ήλιε μου", διαβάζω στο τρίτο χειρόγραφό μου, "γιατί δεν καθοδηγείς τις ψυχές μας σύμφωνα με το εξαίσιο πνεύμα σου;...".
Συλλαβίζω ακόμα μερικές φαγωμένες από τη φωτιά λέξεις κι αφήνομαι να ξεχαστώ για κάμποση ώρα. Παίρνω ύστερα τα χειρόγραφα, ξεσκίζω σε μικρά - μικρά κομματάκια κι ανοίγοντας το παράθυρο, αφήνω τον ψυχρό άνεμο να τα πάρει από το χέρι μου και να τα σκορπίσει μες στο σκοτάδι... Γιατί πολεμάνε; Σκέφτομαι. Όλοι οι άνθρωποι που πολεμάνε, αγαπάνε την Ειρήνη περισσότερο από τον Πόλεμο. Κι όμως πολεμάνε... Δεν έκαμα άσχημα... Έπρεπε να τα κάψω αυτά τα χειρόγραφα. Να τα κάψω και ν' αρχίσω να γράφω ένα άλλου είδους βιβλίο. Ένα βιβλίο εν ονόματι του Ανθρώπου. Εν ονόματι του Θεού. Εν ονόματι της αρμονίας και της ειρήνης του σύμπαντος. Εν ονόματι της καινούργιας παγκόσμιας οδύνης. Να γράψω δυο σελίδες χρυσές και σκληρές... Δυο σελίδες...
- Αδελφοί! Να φωνάξω... Αδελφοί! Σταθείτε, αδελφοί! Κατεβάστε τα όπλα σας για λίγο κι ακούστε... Ελάτε να κάτσουμε εδώ στις πλαγιές, να το σκεφτούμε μαζί!...
- Ονειρεύεσαι˙ λέω στον εαυτό μου, στρέφοντας το κεφάλι προς τα πίσω και βλέποντας την όψη μου στον καθρέφτη. Ονειρεύεσαι! Καμιά φωνή και κανένας λόγος και κανένα βιβλίο... Αφού το ξέρεις, γιατί ονειρεύεσαι;
Και σηκώνομαι να κλείσω την πόρτα μου σα να θέλω να κλάψω. Απλώνω το χέρι μου, πιάνω το πόμολό της, μα τ' αφήνω να ξαναπέσει βαρύ. Την ίδια στιγμή, προβάλλει το κεφάλι της η γυναίκα μου από τη μισάνοιχτη πόρτα.
- Άννα, της λέω, πώς σου φαίνεται ο καιρός;
- Σύννεφα˙ πάντοτε σύννεφα, μου απαντά.
- Και τι ώρα υπολογίζεις πως είναι;
- Μεσάνυχτα˙ θ' αργήσεις ακόμα να κοιμηθείς;
- Σκέφτομαι κάτι να γράφω, της λέω.
- Καληνύχτα.
- Καληνύχτα.
Εκείνη ξανακλείνει την πόρτα. Εγώ, σηκώνομαι, προχωρώ και στέκομαι όρθιος μπροστά στο παράθυρο. Μια ομίχλη σαν ένα πένθιμο παραβάν έχει σκεπάσει την πόλη, τον κόσμο, τα πάντα. Και βλέπω, μου φαίνεται πως τάχατε βλέπω, να περνάνε μέσα σ' αυτή την ομίχλη μια σειρά από χρωματιστά όνειρα. Τα όνειρα των παιδικών μου ημερών. Το άλογο. Το σπαθί. Η ελευθερία του κόσμου.
- Καληνύχτα σας.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Προαισθάνομαι μια μακριά περίοδο δυστυχίας. Ανοίγω την παρένθεση τούτη με μια χρονολογία που, μέσα της, θ' ακούγονται να θρηνούν για πολλούς αιώνες έπειτα οι ευγενικότεροι λαοί της Ευρώπης.
1941
Ντρέπομαι, γιατί, γράφοντας, σήμερα, εξακολουθώ να προβάλλω τον εαυτό μου. Αλλά τα χειρόγραφα τούτα δεν έχουνε καμιά βαθύτερη σημασία απ' αυτή που θα σας εξηγήσω αμέσως. Η πράξη μου τούτη - όλα μου δηλαδή αυτά τα γραφόμενα - είναι παρόμοια με την πράξη ενός παιδιού, που μουσκεύει το μαξιλάρι του κλαίοντας. Μου φαίνεται
πως όλοι οι άνθρωποι έχουνε αυτό το δικαίωμα και πολύ περισσότερο τα παιδιά και οι ποιητές, που πιστέψανε μ' όλη τους την ψυχή στη δικαιοσύνη του κόσμου.
Αθήνα, οδός Κομνηνών, 27 του Δεκέμβρη
Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Σηκώνομαι και ψηλαφώ το σκοτάδι.
- Αχ! καημένα βουνά της πατρίδας μου!
Ξαναγυρίζω και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού μου. Ρίχνω το πρόσωπο στις παλάμες κι αναπολώ τα βουνά της πατρίδας μου. Τον ευρύ τους συμπαντικό φωτισμό. Τον ήλιο που βρέχει στα πράσινα έλατα... Ξανασηκώνομαι πάλι κι ανάβω το φως. Κοιτάζω περίεργα τη στρατιωτική μου στολή που βρίσκεται κρεμασμένη στον τοίχο. Κάνω δυο βήματα. Στέκομαι όρθιος στο μέσο της κάμαρας. Έχω σκυμμένο το πρόσωπό μου και κοιτάζω το πάτωμα. Προσπαθώ να συλλάβω το θρήνο ή το τραγούδι όλης της γης. Ακούω τον Εκκλησιαστή του παρεκκλησιού της πατρίδας μου.
- Και ως αμνός επί σφαγήν ήχθης...
ΙΙ
Έκαψα σήμερα το πρωί όλα τα χειρόγραφα που είχα φέρει μαζί μου απ' το Αλβανικό μέτωπο. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι συνέβη να πολεμήσω κι εγώ, πράγμα παράξενο για μένα τον ίδιο, όχι γιατί φοβόμουνα τον πόλεμο, αλλά γιατί φοβόμουνα περισσότερο κι από τα ανθρώπινα όπλα την ίδια μου την ευθύνη. Κι έκαψα σήμερα όλα μου τα χειρόγραφα γιατί, πρώτα - πρώτα, έτυχε να 'χω διαβάσει, πολύ πριν απ' τον τελευταίο πόλεμο, άλλα παρόμοια βιβλία, μερικές έξοχες αντιπολεμικές σελίδες, του Ρομαίν Ρολάν, του Μπαρμπύς, του Ντορζελές, του Ρεμάρκ. Κι ύστερα γιατί άρχισα να πιστεύω πια ότι τα όπλα του πνεύματος θα πρέπει να γίνουνε πιο ισχυρά και πιο επίγεια. Είναι ίσως θλιβερό να το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έχει καταλάβει τον προορισμό του πάνω στη γη, μα δε θα μπορούσα να σκεφτώ διαφορετικά, μια που ο άνεμος του κακού, αιώνες τώρα, παρασύρει με το πρώτο του φύσημα και τα βιβλία και τους δασκάλους και τα κηρύγματα... Και δε μπορώ να καταλάβω ακόμα, για ποιο λόγο περιμάζεψε αργότερα η γυναίκα μου δυο τρία απ' αυτά τα χειρόγραφα, που τα βρήκε μισοκαμένα πάνω στο τζάκι. Ίσως να θέλησε να κρατήσει αυτή τη μικρή ανάμνηση για τα δυο μικρά παιδιά μας ή και για τον ίδιο τον εαυτό της ακόμα. Δεν ξέρω, της είπα. Όλ' αυτά που γράφω, κι αυτά που διαβάζω ακόμα, είναι πράγματα τόσο ασήμαντα, που μου προκαλούνε το γέλιο. Και δε μπορώ να σου περιγράψω πόσο τραγικό είναι αυτό το γέλιο. Ένα γέλιο τόσο πικρό και τόσο απελπισμένο, σα να ιδρώνουν τα κόκαλά μου κι ο ιδρώτας τους να στάζει από τα χείλη μου.
- Υπάρχει, άραγε, μπορεί να υπάρξει, Άννα, η τραγική εκείνη φωνή, που θα ριχτεί ενάντια στην εποχή μας και θ' ακουστεί από την εποχή μας... Μπορεί ν' ακουστούνε σήμερα οι φωνές; Οι φωνές... Όχι, δε μπορούνε ν' ακουστούνε οι φωνές σήμερα, Άννα.
Έχω λοιπόν τώρα μπροστά μου αυτά τα τρία χειρόγραφα που, δεν ξέρω γιατί, μου γεννάνε ένα παράξενο αίσθημα, καθώς διαβάζω τις μισοκαμένες τους πλέον φράσεις. Τα χειρόγραφα δεν έχουν ημερομηνίες. Είναι φορτωμένα με πολλή πίκρα κι όπως φαίνεται, μου αρέσει να τρέφομαι με το ίδιο μου το παράπονο.
"Συναντήθηκα μια μέρα", διαβάζω στο πρώτο χειρόγραφό μου, "μ' ένα στρατιώτη σ' ένα πεδίο μάχης. Άν είχαμε συναντηθεί κάπου άλλου κι όχι σ΄ ένα πεδίο μάχης, θα μπορούσα να του μιλήσω με περισσότερη ασφάλεια. Γιατί έρχεται, θα του 'λεγα, τόσο απειλητικά και τόσο αδυσώπητα εναντίον μου; Εσύ, που δεν είσαι παρά ένα θαύμα πνοής και αντίληψης, εσύ, που διακρίνεις τα χρώματα, εσύ, που μελετάς τις πτυχές του ουράνιου συστήματος, εσύ... Πώς έβαλες τελευταίο σκοπό στη ζωή σου το να σκοτώσεις εμένα;... Έλα να κάτσουμε εδώ στην πλαγιά να το σκεφτούμε μαζί...
"Αφού τοποθέτησα το νεκρό", διαβάζω στο δεύτερό μου χειρόγραφο, "σε μια πιο ειρηνική στάση, κάθισα κοντά του και δεν ήθελα να πάω κατά πουθενά. Και πού θα βρω, του 'λεγα, έναν τόσο καλό σύντροφο, να μ' ακούει με τόση πραότητα, να 'ναι ξαπλωμένος στο πλάι μου με τόση εμπιστοσύνη, να 'ναι η έκφραση του προσώπου του ένα απόλυτο "Ναι", ένα απεριόριστο "Κάμε ό,τι θέλεις;".
'Ήλιε μου", διαβάζω στο τρίτο χειρόγραφό μου, "γιατί δεν καθοδηγείς τις ψυχές μας σύμφωνα με το εξαίσιο πνεύμα σου;...".
Συλλαβίζω ακόμα μερικές φαγωμένες από τη φωτιά λέξεις κι αφήνομαι να ξεχαστώ για κάμποση ώρα. Παίρνω ύστερα τα χειρόγραφα, ξεσκίζω σε μικρά - μικρά κομματάκια κι ανοίγοντας το παράθυρο, αφήνω τον ψυχρό άνεμο να τα πάρει από το χέρι μου και να τα σκορπίσει μες στο σκοτάδι... Γιατί πολεμάνε; Σκέφτομαι. Όλοι οι άνθρωποι που πολεμάνε, αγαπάνε την Ειρήνη περισσότερο από τον Πόλεμο. Κι όμως πολεμάνε... Δεν έκαμα άσχημα... Έπρεπε να τα κάψω αυτά τα χειρόγραφα. Να τα κάψω και ν' αρχίσω να γράφω ένα άλλου είδους βιβλίο. Ένα βιβλίο εν ονόματι του Ανθρώπου. Εν ονόματι του Θεού. Εν ονόματι της αρμονίας και της ειρήνης του σύμπαντος. Εν ονόματι της καινούργιας παγκόσμιας οδύνης. Να γράψω δυο σελίδες χρυσές και σκληρές... Δυο σελίδες...
- Αδελφοί! Να φωνάξω... Αδελφοί! Σταθείτε, αδελφοί! Κατεβάστε τα όπλα σας για λίγο κι ακούστε... Ελάτε να κάτσουμε εδώ στις πλαγιές, να το σκεφτούμε μαζί!...
- Ονειρεύεσαι˙ λέω στον εαυτό μου, στρέφοντας το κεφάλι προς τα πίσω και βλέποντας την όψη μου στον καθρέφτη. Ονειρεύεσαι! Καμιά φωνή και κανένας λόγος και κανένα βιβλίο... Αφού το ξέρεις, γιατί ονειρεύεσαι;
Και σηκώνομαι να κλείσω την πόρτα μου σα να θέλω να κλάψω. Απλώνω το χέρι μου, πιάνω το πόμολό της, μα τ' αφήνω να ξαναπέσει βαρύ. Την ίδια στιγμή, προβάλλει το κεφάλι της η γυναίκα μου από τη μισάνοιχτη πόρτα.
- Άννα, της λέω, πώς σου φαίνεται ο καιρός;
- Σύννεφα˙ πάντοτε σύννεφα, μου απαντά.
- Και τι ώρα υπολογίζεις πως είναι;
- Μεσάνυχτα˙ θ' αργήσεις ακόμα να κοιμηθείς;
- Σκέφτομαι κάτι να γράφω, της λέω.
- Καληνύχτα.
- Καληνύχτα.
Εκείνη ξανακλείνει την πόρτα. Εγώ, σηκώνομαι, προχωρώ και στέκομαι όρθιος μπροστά στο παράθυρο. Μια ομίχλη σαν ένα πένθιμο παραβάν έχει σκεπάσει την πόλη, τον κόσμο, τα πάντα. Και βλέπω, μου φαίνεται πως τάχατε βλέπω, να περνάνε μέσα σ' αυτή την ομίχλη μια σειρά από χρωματιστά όνειρα. Τα όνειρα των παιδικών μου ημερών. Το άλογο. Το σπαθί. Η ελευθερία του κόσμου.
- Καληνύχτα σας.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ