ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΘΕΡΙΑΝΟΥ
Αγωγή και Εργασία
Στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας δεν υπήρχε σχήμα αγωγής ή εκπαιδευτικός θεσμός που να μην είναι έμμεσα ή άμεσα συνδεμένος με τον τρόπο παραγωγής.
Οι κοινωνίες της ομηρικής εποχής προσπαθούσαν μέσα από πολέμους να αποκτήσουν πλούτο και για αυτό η αγωγή των νέων ανθρώπων είχε σκοπό να τους κάνει καλούς πολεμιστές, ενσταλάζοντας τους την ιδέα ότι ανδρείος ήταν αυτός που υπακούει τυφλά τον αρχηγό και πολεμάει για τα λάφυρα και δειλός αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο. Ο πόλεμος την εποχή αυτή είναι συνιστώσα της διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής των υλικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας. Ο Ησίοδος ζει σε μια κοινωνία αγροτική και κτηνοτροφική, όπου η πλειονότητα των ανθρώπων καλλιεργεί τη γη ή βόσκει ζώα. Ανάλογα είναι και τα ιδεώδη που προσπαθεί να προβάλλει ο ποιητής. Οι θεοί εμφανίζονται να ανταμείβουν τον εργατικό αγρότη και βοσκό. Τέλος, ο Αριστοτέλης ζει σε «πόλη-κράτος» και προβάλλει ως μορφωτικό ιδεώδες τη διαμόρφωση του πολίτη που θα συμμετέχει ενεργά στα κοινά προσπαθώντας παράλληλα να συνδέσει διάφορες πολιτειακές μορφές με στάδια κοινωνικής ανάπτυξης [1].
Το σχολείο ως συγκροτημένος εκπαιδευτικός θεσμός με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα εμφανίζεται στις ευρωπαϊκές πόλεις στα μέσα του 17ου αιώνα. Η εμφάνιση και ανάπτυξη του συνδέεται με την δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών. Με άλλα λόγια το σχολείο είναι ένας από τους κεντρικούς θεσμούς στην πορεία διαμόρφωσης του έθνους, καθώς αναλαμβάνει να αναμορφώσει τη σχέση «πολιτικού» και «θρησκευτικού» με επίκεντρο την πόλη και πρωταγωνιστή την αστική τάξη [2]. Παράλληλα με τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης το σχολείο έχει ως βασικό σκοπό να μεταδώσει βασικές γνώσεις γραφής και ανάγνωσης στον πληθυσμό και να τροφοδοτήσει την αναπτυσσόμενη κρατική μηχανή με την απαραίτητα εγγράμματη υπαλληλία. Όταν η βιομηχανία θα ξεφύγει από το πλαίσιο της μανιφακτούρας και της συντεχνιακής οργάνωσης της παραγωγής όπου ο «μάστορας» μαθαίνει την εργασία στον «κάλφα» (μαθητεία), το σχολείο θα εξαπλωθεί και στο χώρο της εκμάθησης τεχνικών ειδικοτήτων και θα αναπτυχθεί δίκτυο σχολείων τεχνικής εκπαίδευσης, στα οποία θα κατευθυνθεί η πλειονότητα των μαθητών από τα λαϊκά στρώματα.
Το μαζικό σχολείο στην αστική κοινωνία ενσωματώνει μια διακριτή μέχρι τότε από αυτό λειτουργία: την επιλογή. Ο γιος του εργάτη και του αγρότη δεν μπορούν να αποκλεισθούν από τις ανώτερες βαθμίδες απλά και μόνο λόγω καταγωγής και ταξικής θέσης. Κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με την αστική κοινωνία της τυπικής ισότητας, όπου η προσωπική εργασία, ο μόχθος, η ατομική αξία έχουν πάρει τη θέση των κληρονομικών προνομίων που χαρακτήριζαν τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Πρέπει οι ίδιοι να πεισθούν ότι δικαίως δεν «επελέγησαν». Έτσι, συγκροτείται το αστικό μαζικό σχολείο του καπιταλισμού όπου σκοπός του δεν είναι η ενοποίηση «όσων παρελαύνουν από αυτό»[3] αλλά «θεμελιακή του λειτουργία είναι η διαίρεση»[4], η οποία ανταποκρίνεται στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας.
Η μαρξιστική τομή στην ανάλυση των σχέσεων εκπαίδευσης – εργασίας
Βασικό στοιχείο της μαρξιστικής θεώρησης του σχολείου δεν είναι απλά και μόνο η αναγνώριση ότι αυτό αποτελεί βασικό θεσμό κοινωνικοποίησης και προσδιορίζεται από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η αναγνώριση της επίδρασης που έχει η οικονομία, οι κοινωνικές συνθήκες και η πολιτική στο εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί κατάκτηση της αστικής σκέψης ήδη από την εποχή του Ντυρκέμ, του Ντιούι και του Βέμπερ. Οι λειτουργιστές κοινωνικοί επιστήμονες της δεκαετίας του ’50 και του ’60 έχουν ως βάση της ανάλυσης τους τη σχέση της εκπαίδευσης με τους υπόλοιπους κοινωνικούς θεσμούς στο πλαίσιο της διατήρησης και αναπαραγωγής της κοινωνίας (Πάρσονς, Μούσγκρεϊβ, κ.λπ.). Κατά συνέπεια, η βασική διαφοροποίηση του μαρξισμού από αυτές τις προσεγγίσεις δεν είναι ούτε ο τονισμός της σχέσης του σχολείου με την οικονομία ούτε η «ανακάλυψη» της κατανεμητικής λειτουργίας των εκπαιδευτικών θεσμών στον καταμερισμό εργασίας, καθώς και αυτόν τον έχουν αναλύσει διεξοδικά οι Πάρσονς και Μούσγκρεϊβ ενώ ο Ράνταλ Κόλινς έχει κάνει σημαντικές αναλύσεις για το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της βεμπεριανής προσέγγισης.
Η τομή της μαρξιστικής προσέγγισης στην εκπαίδευση είναι η εξέταση του πως μέσω των εκπαιδευτικών θεσμών θα παραχθεί ζωντανή εργασία που θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή υπεραξίας. Για αυτό και από τη διαθέσιμη γνώση που υπάρχει σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, χρησιμοποιείται εκείνο το τμήμα της γνώσης που αναπαράγει και ενισχύει την ειδική κοινωνική σχέση που συγκροτεί το κεφάλαιο, δηλαδή την απόσπαση υπεραξίας[5]. Κοντολογίς, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής δεν ενδιαφέρονται για την παραγωγή γνώσης και την ένταξη της στα μέσα παραγωγής. Ενδιαφέρονται στο βαθμό που αυτή η διαδικασία μεγαλώνει το κέρδος τους.
Η παραγωγή ζωντανής εργασίας δεν περιλαμβάνει μόνο τα τμήματα των επιμέρους αναλυτικών προγραμμάτων των τύπων σχολείων που προσπαθούν να δημιουργήσουν διάφορες κατηγορίες εργαζομένων προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας. Περιλαμβάνει και τις προσπάθειες εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας στους μαθητές, ώστε η ζωντανή εργασία να είναι διαθέσιμη στο κεφάλαιο χωρίς πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιστάσεις.
Στη μαρξιστική σκέψη τίποτα δεν υπάρχει έξω από την πάλη των τάξεων. Κατά συνέπεια έξω από την πάλη των τάξεων δεν βρίσκονται ούτε το σχολείο, ούτε το πρόγραμμα του, ούτε οι παιδαγωγικές αρχές που το διέπουν και οι μορφωτικές πρακτικές που αναπτύσσονται σε αυτό. Κομβικό σημείο του μαρξισμού, που τον διαφοροποιεί από τις προσεγγίσεις που αναφέραμε, είναι ότι βλέπει την εκπαίδευση ως χώρο προσπάθειας διαμόρφωσης συγκεκριμένων τύπων εργαζομένων και πολιτών. Μέσα σε αυτό το βασικό πλαίσιο εγγράφονται η επιλεκτική λειτουργία του σχολείου, το σύστημα αξιολόγησης μαθητών και εκπαιδευτικών, η προσπάθεια μέσα από τις σχολικές πρακτικές να εγχαραχθεί η κυρίαρχη ιδεολογία, κ.λπ.
Όμως, πυρήνας του μαρξισμού δεν είναι η αντίληψη ότι η εκπαίδευση συνιστά χώρο μονοδιάστατων επιδράσεων από την εκπαιδευτική δομή και την άρχουσα τάξη προς τους μαθητές. Ο μαρξισμός βλέπει το σχολείο ως χώρο έκφρασης και ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Για αυτό, το αναλυτικό πρόγραμμα ουσιαστικά δεν «μεταδίδεται» αυτούσιο στους μαθητές καθώς και αυτοί και οι εκπαιδευτικοί έχουν τη δική τους ιδεολογία και μέσα από αυτήν το ερμηνεύουν και το μεταλλάσουν.
Εκπαίδευση και εργασία στο σύγχρονο καπιταλισμό
Η είσοδος νέας της τεχνολογίας στην παραγωγή και η μετάβαση από συστήματα έντασης εργασίας σε συστήματα έντασης κεφαλαίου έφερε αλλαγές και στο περιεχόμενο του σχολείου. Βασική τεχνολογική εξέλιξη ήταν η ραγδαία ανάπτυξη της πληροφορικής και του αυτοματισμού και η είσοδος τους σε κάθε πλευρά της παραγωγής με αποτέλεσμα την τριτογενοποίηση της βιομηχανίας και τη βιομηχανοποίηση των υπηρεσιών. Η γενικότερη κατεύθυνση των εκπαιδευτικών θεσμών, σε αυτό το πλαίσιο, είναι η διαμόρφωση τεσσάρων τύπων εργαζομένων, οι οποίοι θα μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και κερδοφορίας.
● οι πολυλειτουργικοί εργαζόμενοι που χρειάζονται στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, δεν ανήκουν στο διευθυντικό προσωπικό και έχουν μια μεγάλη ποικιλία γνώσεων καθώς και τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους σε σειρά διαφορετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών.
● οι υπερεξειδικευμένοι τεχνικοί (μηχανολόγοι, ηλεκτρονικοί, προγραμματιστές αναλυτές, ειδικοί στις τηλεπικοινωνίες).
● οι ελαστικοί εργαζόμενοι που θα έχουν βασικές γνώσεις χρήσης του τεχνολογικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων και παράλληλα τέτοιου είδους μόρφωση που θα τους βοηθά να μετακινούνται από εργασία σε εργασία και από κλάδο σε κλάδο.
● ανειδίκευτοι εργαζόμενοι που θα εργάζονται στις πλέον απαξιωμένες εργασίες (αγροτικές εργασίες, εργάτες οικοδομής και βιοτεχνιών) [6]. Η κατηγορία αυτή στρατολογείται κυρίως από το εγχώριο εργατικό δυναμικό που δεν έχει κατορθώσει να ολοκληρώσει την τυπική εκπαίδευση και από μετανάστες.
Στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας δεν υπήρχε σχήμα αγωγής ή εκπαιδευτικός θεσμός που να μην είναι έμμεσα ή άμεσα συνδεμένος με τον τρόπο παραγωγής.
Οι κοινωνίες της ομηρικής εποχής προσπαθούσαν μέσα από πολέμους να αποκτήσουν πλούτο και για αυτό η αγωγή των νέων ανθρώπων είχε σκοπό να τους κάνει καλούς πολεμιστές, ενσταλάζοντας τους την ιδέα ότι ανδρείος ήταν αυτός που υπακούει τυφλά τον αρχηγό και πολεμάει για τα λάφυρα και δειλός αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο. Ο πόλεμος την εποχή αυτή είναι συνιστώσα της διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής των υλικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας. Ο Ησίοδος ζει σε μια κοινωνία αγροτική και κτηνοτροφική, όπου η πλειονότητα των ανθρώπων καλλιεργεί τη γη ή βόσκει ζώα. Ανάλογα είναι και τα ιδεώδη που προσπαθεί να προβάλλει ο ποιητής. Οι θεοί εμφανίζονται να ανταμείβουν τον εργατικό αγρότη και βοσκό. Τέλος, ο Αριστοτέλης ζει σε «πόλη-κράτος» και προβάλλει ως μορφωτικό ιδεώδες τη διαμόρφωση του πολίτη που θα συμμετέχει ενεργά στα κοινά προσπαθώντας παράλληλα να συνδέσει διάφορες πολιτειακές μορφές με στάδια κοινωνικής ανάπτυξης [1].
Το σχολείο ως συγκροτημένος εκπαιδευτικός θεσμός με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα εμφανίζεται στις ευρωπαϊκές πόλεις στα μέσα του 17ου αιώνα. Η εμφάνιση και ανάπτυξη του συνδέεται με την δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών. Με άλλα λόγια το σχολείο είναι ένας από τους κεντρικούς θεσμούς στην πορεία διαμόρφωσης του έθνους, καθώς αναλαμβάνει να αναμορφώσει τη σχέση «πολιτικού» και «θρησκευτικού» με επίκεντρο την πόλη και πρωταγωνιστή την αστική τάξη [2]. Παράλληλα με τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης το σχολείο έχει ως βασικό σκοπό να μεταδώσει βασικές γνώσεις γραφής και ανάγνωσης στον πληθυσμό και να τροφοδοτήσει την αναπτυσσόμενη κρατική μηχανή με την απαραίτητα εγγράμματη υπαλληλία. Όταν η βιομηχανία θα ξεφύγει από το πλαίσιο της μανιφακτούρας και της συντεχνιακής οργάνωσης της παραγωγής όπου ο «μάστορας» μαθαίνει την εργασία στον «κάλφα» (μαθητεία), το σχολείο θα εξαπλωθεί και στο χώρο της εκμάθησης τεχνικών ειδικοτήτων και θα αναπτυχθεί δίκτυο σχολείων τεχνικής εκπαίδευσης, στα οποία θα κατευθυνθεί η πλειονότητα των μαθητών από τα λαϊκά στρώματα.
Το μαζικό σχολείο στην αστική κοινωνία ενσωματώνει μια διακριτή μέχρι τότε από αυτό λειτουργία: την επιλογή. Ο γιος του εργάτη και του αγρότη δεν μπορούν να αποκλεισθούν από τις ανώτερες βαθμίδες απλά και μόνο λόγω καταγωγής και ταξικής θέσης. Κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με την αστική κοινωνία της τυπικής ισότητας, όπου η προσωπική εργασία, ο μόχθος, η ατομική αξία έχουν πάρει τη θέση των κληρονομικών προνομίων που χαρακτήριζαν τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Πρέπει οι ίδιοι να πεισθούν ότι δικαίως δεν «επελέγησαν». Έτσι, συγκροτείται το αστικό μαζικό σχολείο του καπιταλισμού όπου σκοπός του δεν είναι η ενοποίηση «όσων παρελαύνουν από αυτό»[3] αλλά «θεμελιακή του λειτουργία είναι η διαίρεση»[4], η οποία ανταποκρίνεται στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας.
Η μαρξιστική τομή στην ανάλυση των σχέσεων εκπαίδευσης – εργασίας
Βασικό στοιχείο της μαρξιστικής θεώρησης του σχολείου δεν είναι απλά και μόνο η αναγνώριση ότι αυτό αποτελεί βασικό θεσμό κοινωνικοποίησης και προσδιορίζεται από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Η αναγνώριση της επίδρασης που έχει η οικονομία, οι κοινωνικές συνθήκες και η πολιτική στο εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί κατάκτηση της αστικής σκέψης ήδη από την εποχή του Ντυρκέμ, του Ντιούι και του Βέμπερ. Οι λειτουργιστές κοινωνικοί επιστήμονες της δεκαετίας του ’50 και του ’60 έχουν ως βάση της ανάλυσης τους τη σχέση της εκπαίδευσης με τους υπόλοιπους κοινωνικούς θεσμούς στο πλαίσιο της διατήρησης και αναπαραγωγής της κοινωνίας (Πάρσονς, Μούσγκρεϊβ, κ.λπ.). Κατά συνέπεια, η βασική διαφοροποίηση του μαρξισμού από αυτές τις προσεγγίσεις δεν είναι ούτε ο τονισμός της σχέσης του σχολείου με την οικονομία ούτε η «ανακάλυψη» της κατανεμητικής λειτουργίας των εκπαιδευτικών θεσμών στον καταμερισμό εργασίας, καθώς και αυτόν τον έχουν αναλύσει διεξοδικά οι Πάρσονς και Μούσγκρεϊβ ενώ ο Ράνταλ Κόλινς έχει κάνει σημαντικές αναλύσεις για το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της βεμπεριανής προσέγγισης.
Η τομή της μαρξιστικής προσέγγισης στην εκπαίδευση είναι η εξέταση του πως μέσω των εκπαιδευτικών θεσμών θα παραχθεί ζωντανή εργασία που θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή υπεραξίας. Για αυτό και από τη διαθέσιμη γνώση που υπάρχει σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, χρησιμοποιείται εκείνο το τμήμα της γνώσης που αναπαράγει και ενισχύει την ειδική κοινωνική σχέση που συγκροτεί το κεφάλαιο, δηλαδή την απόσπαση υπεραξίας[5]. Κοντολογίς, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής δεν ενδιαφέρονται για την παραγωγή γνώσης και την ένταξη της στα μέσα παραγωγής. Ενδιαφέρονται στο βαθμό που αυτή η διαδικασία μεγαλώνει το κέρδος τους.
Η παραγωγή ζωντανής εργασίας δεν περιλαμβάνει μόνο τα τμήματα των επιμέρους αναλυτικών προγραμμάτων των τύπων σχολείων που προσπαθούν να δημιουργήσουν διάφορες κατηγορίες εργαζομένων προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας. Περιλαμβάνει και τις προσπάθειες εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας στους μαθητές, ώστε η ζωντανή εργασία να είναι διαθέσιμη στο κεφάλαιο χωρίς πολιτικές ή συνδικαλιστικές αντιστάσεις.
Στη μαρξιστική σκέψη τίποτα δεν υπάρχει έξω από την πάλη των τάξεων. Κατά συνέπεια έξω από την πάλη των τάξεων δεν βρίσκονται ούτε το σχολείο, ούτε το πρόγραμμα του, ούτε οι παιδαγωγικές αρχές που το διέπουν και οι μορφωτικές πρακτικές που αναπτύσσονται σε αυτό. Κομβικό σημείο του μαρξισμού, που τον διαφοροποιεί από τις προσεγγίσεις που αναφέραμε, είναι ότι βλέπει την εκπαίδευση ως χώρο προσπάθειας διαμόρφωσης συγκεκριμένων τύπων εργαζομένων και πολιτών. Μέσα σε αυτό το βασικό πλαίσιο εγγράφονται η επιλεκτική λειτουργία του σχολείου, το σύστημα αξιολόγησης μαθητών και εκπαιδευτικών, η προσπάθεια μέσα από τις σχολικές πρακτικές να εγχαραχθεί η κυρίαρχη ιδεολογία, κ.λπ.
Όμως, πυρήνας του μαρξισμού δεν είναι η αντίληψη ότι η εκπαίδευση συνιστά χώρο μονοδιάστατων επιδράσεων από την εκπαιδευτική δομή και την άρχουσα τάξη προς τους μαθητές. Ο μαρξισμός βλέπει το σχολείο ως χώρο έκφρασης και ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Για αυτό, το αναλυτικό πρόγραμμα ουσιαστικά δεν «μεταδίδεται» αυτούσιο στους μαθητές καθώς και αυτοί και οι εκπαιδευτικοί έχουν τη δική τους ιδεολογία και μέσα από αυτήν το ερμηνεύουν και το μεταλλάσουν.
Εκπαίδευση και εργασία στο σύγχρονο καπιταλισμό
Η είσοδος νέας της τεχνολογίας στην παραγωγή και η μετάβαση από συστήματα έντασης εργασίας σε συστήματα έντασης κεφαλαίου έφερε αλλαγές και στο περιεχόμενο του σχολείου. Βασική τεχνολογική εξέλιξη ήταν η ραγδαία ανάπτυξη της πληροφορικής και του αυτοματισμού και η είσοδος τους σε κάθε πλευρά της παραγωγής με αποτέλεσμα την τριτογενοποίηση της βιομηχανίας και τη βιομηχανοποίηση των υπηρεσιών. Η γενικότερη κατεύθυνση των εκπαιδευτικών θεσμών, σε αυτό το πλαίσιο, είναι η διαμόρφωση τεσσάρων τύπων εργαζομένων, οι οποίοι θα μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και κερδοφορίας.
● οι πολυλειτουργικοί εργαζόμενοι που χρειάζονται στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, δεν ανήκουν στο διευθυντικό προσωπικό και έχουν μια μεγάλη ποικιλία γνώσεων καθώς και τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους σε σειρά διαφορετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών.
● οι υπερεξειδικευμένοι τεχνικοί (μηχανολόγοι, ηλεκτρονικοί, προγραμματιστές αναλυτές, ειδικοί στις τηλεπικοινωνίες).
● οι ελαστικοί εργαζόμενοι που θα έχουν βασικές γνώσεις χρήσης του τεχνολογικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων και παράλληλα τέτοιου είδους μόρφωση που θα τους βοηθά να μετακινούνται από εργασία σε εργασία και από κλάδο σε κλάδο.
● ανειδίκευτοι εργαζόμενοι που θα εργάζονται στις πλέον απαξιωμένες εργασίες (αγροτικές εργασίες, εργάτες οικοδομής και βιοτεχνιών) [6]. Η κατηγορία αυτή στρατολογείται κυρίως από το εγχώριο εργατικό δυναμικό που δεν έχει κατορθώσει να ολοκληρώσει την τυπική εκπαίδευση και από μετανάστες.
Η επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημιουργεί τις 3 πρώτες κατηγορίες εργαζομένων σε διαφορετικά ποσοστά. Οι περιζήτητες σχολές και ειδικότητες (ιατρική, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες) ανταποκρίνονται στις δύο πρώτες κατηγορίες εργαζομένων που είναι μειοψηφικές. Η τρίτη κατηγορία των ευέλικτων εργαζόμενων, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα, παράγεται μέσα από το ενιαίο λύκειο και τις εκατοντάδες των σχολών που έχουν δημιουργηθεί χωρίς ξεκάθαρο επιστημονικό προφίλ και με ρευστοποιημένα επαγγελματικά δικαιώματα.
Δύο σημαντικής κλίμακας μηχανισμοί λειτουργούν προκειμένου να κάνουν τη ζωντανή εργασία πιο φθηνή και πιο ευέλικτη. Ο πρώτος είναι ο παραδοσιακός ιδεολογικός χαρακτήρας των εκπαιδευτικών θεσμών μέσω των οποίων προσπαθούν να πεισθούν οι νέοι εργαζόμενοι ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από τον «καπιταλιστικό μονόδρομο». Ότι είναι ανοησία να πιστεύουν στις συλλογικές διεκδικήσεις, αλλά στις ατομικές διαπραγματεύσεις προσπαθώντας μέσα στη ζούγκλα του καπιταλισμού να βελτιώσουν τη θέση τους ατομικά. Προβάλλεται ένα «είδωλο» εργαζόμενου ο οποίος δεν είναι κομμάτι μιας συλλογικής τάξης εργαζομένων αλλά ένας μικρός «ατομικός επιχειρηματίας» που κινείται στη αγορά «παζαρεύοντας» τις δεξιότητες του. Ο δεύτερος είναι η ανεργία που αποτελεί το «οξυγόνο» του συστήματος και οδηγεί νέους με προσόντα και πτυχία να στοιχίζονται στη γενιά των 500 ευρώ για μια οποιαδήποτε πλέον θέση εργασίας. Με αυτό τον τρόπο το ένα γρανάζι πιάνει το άλλο: η ιδεολογική παρέμβαση του συστήματος ενισχύεται και ταυτόχρονα εμπεδώνει την ανταγωνιστική πραγματικότητα της ανεργίας.
[1] Αριστοτέλης, Πολιτικά, IV, 3,15.
[2] J-M. de Queiroz, Το σχολείο και οι Κοινωνιολογίες του, μετάφραση: Ι. Χριστοδούλου, Γ. Σταμέλος, Gutenberg, Αθήνα 2000, σ. 31
[3] C. Baudelot και R. Establet, L’ école capitaliste en France, Francois Maspero, Paris 1976, σ.15.
[4] P. Bourdieu και J-C Passeron, La reproduction, Editions de Minuit, Paris 1971. Αναλυτική παρουσίαση στην ελληνική γλώσσα αυτών των προσεγγίσεων για το ρόλο του σχολείου στο Ζωρζ Σνύντερ, Σχολείο, τάξη και πάλη των τάξεων, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1981.
[5] Αναλυτικά βλ. Θανάσης Αλεξίου, Εργασία, Εκπαίδευση και Κοινωνικές Τάξεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2002.
[6] Βλ. Ο. Παστρέ: «Η πληροφορικοποίηση και η απασχόληση» Α/συνέχεια, Αθήνα, 1986, σ.σ. 93-96. Αναλυτικά για το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου στον σύγχρονο καπιταλισμό βλ. Γιώργος Γρόλλιος, «Μόρφωση και νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση» στο Κάτσικας, Χ. – Καββαδίας, Γ. , Κρίση του σχολείου και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική των εκπαιδευτικών αλλαγών, Gutenberg, Αθήνα, 1998.
Πηγή: Κριτική Παιδαγωγική
Ευχαριστούμε πολύ την αγαπητή συνάδελφο Χρύσα Πιπιλή για την προώθηση του δημοσιεύματος.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Δύο σημαντικής κλίμακας μηχανισμοί λειτουργούν προκειμένου να κάνουν τη ζωντανή εργασία πιο φθηνή και πιο ευέλικτη. Ο πρώτος είναι ο παραδοσιακός ιδεολογικός χαρακτήρας των εκπαιδευτικών θεσμών μέσω των οποίων προσπαθούν να πεισθούν οι νέοι εργαζόμενοι ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από τον «καπιταλιστικό μονόδρομο». Ότι είναι ανοησία να πιστεύουν στις συλλογικές διεκδικήσεις, αλλά στις ατομικές διαπραγματεύσεις προσπαθώντας μέσα στη ζούγκλα του καπιταλισμού να βελτιώσουν τη θέση τους ατομικά. Προβάλλεται ένα «είδωλο» εργαζόμενου ο οποίος δεν είναι κομμάτι μιας συλλογικής τάξης εργαζομένων αλλά ένας μικρός «ατομικός επιχειρηματίας» που κινείται στη αγορά «παζαρεύοντας» τις δεξιότητες του. Ο δεύτερος είναι η ανεργία που αποτελεί το «οξυγόνο» του συστήματος και οδηγεί νέους με προσόντα και πτυχία να στοιχίζονται στη γενιά των 500 ευρώ για μια οποιαδήποτε πλέον θέση εργασίας. Με αυτό τον τρόπο το ένα γρανάζι πιάνει το άλλο: η ιδεολογική παρέμβαση του συστήματος ενισχύεται και ταυτόχρονα εμπεδώνει την ανταγωνιστική πραγματικότητα της ανεργίας.
[1] Αριστοτέλης, Πολιτικά, IV, 3,15.
[2] J-M. de Queiroz, Το σχολείο και οι Κοινωνιολογίες του, μετάφραση: Ι. Χριστοδούλου, Γ. Σταμέλος, Gutenberg, Αθήνα 2000, σ. 31
[3] C. Baudelot και R. Establet, L’ école capitaliste en France, Francois Maspero, Paris 1976, σ.15.
[4] P. Bourdieu και J-C Passeron, La reproduction, Editions de Minuit, Paris 1971. Αναλυτική παρουσίαση στην ελληνική γλώσσα αυτών των προσεγγίσεων για το ρόλο του σχολείου στο Ζωρζ Σνύντερ, Σχολείο, τάξη και πάλη των τάξεων, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1981.
[5] Αναλυτικά βλ. Θανάσης Αλεξίου, Εργασία, Εκπαίδευση και Κοινωνικές Τάξεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2002.
[6] Βλ. Ο. Παστρέ: «Η πληροφορικοποίηση και η απασχόληση» Α/συνέχεια, Αθήνα, 1986, σ.σ. 93-96. Αναλυτικά για το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου στον σύγχρονο καπιταλισμό βλ. Γιώργος Γρόλλιος, «Μόρφωση και νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση» στο Κάτσικας, Χ. – Καββαδίας, Γ. , Κρίση του σχολείου και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική των εκπαιδευτικών αλλαγών, Gutenberg, Αθήνα, 1998.
Πηγή: Κριτική Παιδαγωγική
Ευχαριστούμε πολύ την αγαπητή συνάδελφο Χρύσα Πιπιλή για την προώθηση του δημοσιεύματος.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
| |