Ο Πέτρος κι η Μαρία ήτανε δυο αδερφάκια αγαπημένα. Ποτέ δυο πλάσματα στον κόσμο δε σταθήκανε τόσο ταιριαστά και τόσο όμορφα ενωμένα. Ούτε μάνα με το παιδί της ούτε καλός με την καλή του ούτε περιστεράκι με το ταίρι του. Ο Πέτρος κι η Μαρία ήτανε σαν ένα κορμί ασύγκριτα μοιρασμένο, σαν μια ζυγή ψυχούλα, σαν ένα χαμόγελο διπλό και σαν ένα δίδυμο όνειρο. Ο ήλιος χαιρότανε να τους βλέπει από ψηλά, το φεγγάρι αναγάλλιαζε (1) απάνω στα ξανθά μαλλιά τους και τα περιβόλια μεθούσανε απ' τις μυρωδιές στο πέρασμά τους. Μονάχα ο γέρος ο Θεός, σαν έσκυβε και τους καμάρωνε απ' τα ουράνια, μετανοούσε που είχε χωρίσει μια ψυχή σε δυο κομμάτια και πάλι θαύμαζε το θάμα του στης ομορφιάς και της καλοσύνης το ξαναταίριασμα.
Ο Πέτρος κι η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κι η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο. Γιατί ο Πέτρος ήτανε τυφλός κι η Μαρία είχε δυο μεγάλα, καταγάλανα μάτια σαν το χρώμα τ' ουρανού και σαν το χρώμα του νερού κάτω απ' το φεγγάρι και σαν το χρώμα των γαλάζιων πετραδιών, που βγαίνουνε απ' το σκοτεινά βάθια της γης. Και γι' αυτό τα μάτια της Μαρίας λάμπανε το ίδιο μέσα στο φως και μέσα στο σκοτάδι. Κι ο Πέτρος έβλεπε με τα μάτια της Μαρίας και ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τα δικά του μάτια, γιατί ποτέ δεν κατάλαβε το στερεμό (2) τους και γιατί η ψυχή του ήτανε πάντα πλημμυρισμένη από φως. Το φως των ουρανών έμπαινε στις δυο ψυχούλες απ' το ίδιο παράθυρο.
Δεν ήτανε ομορφιά στον κόσμο, που δεν την ήξερε ο Πέτρος. Αυγή — αυγή μόλις ανοίγανε τα μάτια τους, τα δυο τους μεγάλα καταγάλανα μάτια, χειροπιαστοί παίρνανε τους κάμπους και τ' ακρογιάλια. Περνούσανε απ' τ' ανθισμένα περιβόλια, βρέχανε τα πόδια τους στις αμμουδιές, τρυπώνανε στους ίσκιους των λαγκαδιών, σκαρφάλωναν σαν κατσικάκια στις ψηλές κορφές και ξάπλωναν τα κορμιά τους να ξεκουραστούν μέσα στα ξανθά τα στάχυα του κάμπου. Κι όλο βλέπανε, κι όλο βλέπανε τις ομορφιές του κόσμου με τα δυο μεγάλα καταγάλανα μάτια τους και ποτέ δεν χόρταιναν.
Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και δεν ήτανε θάμα στη γη που δεν το 'ξερε ο Πέτρος, δεν ήτανε φως, δεν ήτανε χρώμα, δεν ήτανε χάρη κι ομορφιά που δεν το γνώριζε. Ήξερε πώς προβάλλει ο χρυσός Ήλιος απ' την κορφή του βουνού και πώς ροδίζουνε οι πλαγιές κι οι κάμποι και πώς ντύνονται τα ωραία τους στολίδια στο φίλημά του δένδρα και λουλούδια. Ήξερε πώς προβάλλει τ' ολοστρόγγυλο φεγγάρι απ' τη θάλασσα και πώς ασημώνει τα ωραία νερά, που ανατριχιάζουνε στο φως του, και τα λευκά πανάκια, που αρμενίζουνε στο πέλαγο. Ήξερε πώς τα ξανθά τα στάχυα μοιάζουνε με τα μαλλιά της Μαρίας και πώς γλυκοσαλεύουνε το απόβραδο με το γλυκόπνοο αεράκι. Και τι δεν ήξερε. Ήξερε πώς κυλάει τα νερά του το ποταμάκι απάνω στ' ασημένια βότσαλα και πώς γλυκοκοιμούνται και ονειρεύονται τα νούφαρα μες στα νερά της λίμνης. Τόσο που πολλές φορές, σκυμμένος απάνω στ' ασάλευτα νερά της, νόμισε πως είδε με τα βασιλεμένα μάτια του καθρεφτισμένο το πρόσωπό του. Και δεν ήξερε αν ήτανε το δικό του πρόσωπο κι αν ήτανε της αδερφούλας του. Και τότε την αγκάλιαζε γλυκά και της έλεγε:
— Στάσου ακόμα, γλυκιά μου αδερφή. Γιατί μ' αρέσει να βλέπω μέσα στα νερά της λίμνης καθρεφτισμένο το πρόσωπό σου.
Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά που δεν την ήξερε. Ήξερε όλα τ' αστέρια με τ' όνομά τους και ήξερε τους δρόμους και τα μονοπάτια τ' ουρανού που αργοδιαβαίνουν τ' άστρα, ένα — ένα, δυο — δυο, πολλά — πολλά, άλλα μονάχα και θλιβερά, άλλα δεμένα, αγκαλιασμένα, ταίρια — ταίρια, χαρούμενα στους ήσυχους δρόμους. Κι απ' όλα τ' αστέρια καμάρωνε του Αυγερινού (3) τη μοναξιά και αγαπούσε τα Μαλλιά της Βερενίκης (4). Και με τα βασιλεμένα του μάτια γυρισμένα προς το ουράνιο όνειρο, ρωτούσε την αδερφή του:
— Πού πάει μονάχος και περήφανος ο Αυγερινός ;
Κι η Μαρία του αποκρινότανε:
— Αλίμονο! Τα μάτια μας δεν ξέρουνε να μας το πούνε.
Και πάλι τη ρωτούσε ο Πέτρος :
— Τι στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κι είναι γλυκό σαν μέλι;
Κι η Μαρία του αποκρινότανε:
— Αλίμονο! Τα μάτια μας δε φτάνουνε να ιδούνε.
Ο Πέτρος λυπότανε βαθιά, που δεν ήξερε όλα τ' απόκρυφα της ομορφιάς του κόσμου. Και ρωτούσε πάλι την αδερφούλα του καρφώνοντας τα βασιλεμένα μάτια προς τα Μαλλιά της Βερενίκης.
— Για πες μου, καλή μου αδερφούλα. Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα;
Κι η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, του 'λεγε πάλι λυπημένα:
— Αλίμονο! Τα μάτια μας δε φτάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό (5).
Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε:
— Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στ' άστρα, μη μ’ αφήσεις μοναχό μου. Πάρε με μαζί σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.
Η Μαρία έσκυβε τότε τα μεγάλα της μάτια και πότιζε με δάκρυα το χορτάρι. Και μόνον αυτά δεν έβλεπε ο Πέτρος, γιατί κυλούσαν σιγά και μυστικά στο χώμα.
Τα μάτια του Πέτρου ήτανε πάντα γλυκά βασιλεμένα. Κι ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά κι αγάπη που δεν την ήξερε. Ήξερε ακόμα πώς σφιχτοπεριπλέκεται ο μαύρος ο κισσός ολόγυρα στ' ολόχλωρο κορμί του γεροπλάτανου και ολόγυρα στο κάτασπρο το μάρμαρο μιανής αρχαίας κολώνας. Και σφίγγοντας την αδερφούλα του στην αγκαλιά του, της έλεγε γλυκά και λυπημένα:
— Πόσο μοιάζω κι εγώ το σκοτεινό περιπλοκάδι (6) του κισσού....
Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση ολάκερη πεντοβολούσε (7) απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κι οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαριά πεσμένος στο στρώμα. Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή (8) και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τ' ωραίο του κεφάλι.
Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη. Τα μεγάλα, καταγάλανα μάτια της, που ποτέ δεν είχανε βασιλέψει για να βλέπουνε τις ομορφιές του κόσμου, βασιλεμένα τώρα προς το χώμα, στάζανε δάκρυα μυστικά.
Μα τώρα το φως έμπαινε από άλλο παράθυρο στις δυο ζυγές ψυχούλες. Τώρα η Μαρία έβλεπε με τα μάτια του τυφλού. Κι ο Πέτρος μέσα στο καμίνι που τον έκαιγε, μιλούσε με μια φωνή περίσσια γλυκιά, με μια φωνή δροσιά γεμάτη. Γιατί ο Πέτρος έβλεπε τώρα άλλες ομορφιές και θάματα που δεν τα είχανε ιδεί ακόμα. Και μιλούσε γι' άλλα λουλούδια κι άλλα χρώματα, μιλούσε για κορφοβούνια και κάμπους που δεν τους είχε πατήσει το πόδι τους. Μιλούσε για ποταμάκια και νερά και λίμνες που δεν είχανε καθρεφτίσει ως τώρα το πρόσωπό τους. Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κι ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφιχτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε:
— Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κι είναι γλυκό σαν μέλι. Κι έλα τώρα, αδερφούλα μου γλυκιά, να σου δείξω την όμορφη βασίλισσα, τη χρυσομάλλα Βερενίκη, μέσα στο φως του έβδομου ουρανού....
Κι η φωνή του σβήστηκε γλυκά, σαν στάλαγμα νερού με στου νερού τον ύπνο.
Η Μαρία έγειρε απάνω του και τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της γίνανε συννεφιασμένοι ουρανοί και χύσανε καταρράκτες δάκρυα να σβήσουνε τη φλόγα που 'καιγε τον αδερφό της. Τα δάκρυά της σβήσανε τη φλόγα του κι ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κοιτάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του:
— Αλίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κι εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.
Η Μαρία δε σήκωσε πια τα μάτια της να ιδεί καμιά ομορφιά του κόσμου. Τώρα έβλεπε με τα μάτια του Πέτρου. Κι έβλεπε τις ομορφιές που κανένα μάτι δεν τις βλέπει....
Ο Πέτρος κι η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κι η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο. Γιατί ο Πέτρος ήτανε τυφλός κι η Μαρία είχε δυο μεγάλα, καταγάλανα μάτια σαν το χρώμα τ' ουρανού και σαν το χρώμα του νερού κάτω απ' το φεγγάρι και σαν το χρώμα των γαλάζιων πετραδιών, που βγαίνουνε απ' το σκοτεινά βάθια της γης. Και γι' αυτό τα μάτια της Μαρίας λάμπανε το ίδιο μέσα στο φως και μέσα στο σκοτάδι. Κι ο Πέτρος έβλεπε με τα μάτια της Μαρίας και ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τα δικά του μάτια, γιατί ποτέ δεν κατάλαβε το στερεμό (2) τους και γιατί η ψυχή του ήτανε πάντα πλημμυρισμένη από φως. Το φως των ουρανών έμπαινε στις δυο ψυχούλες απ' το ίδιο παράθυρο.
Δεν ήτανε ομορφιά στον κόσμο, που δεν την ήξερε ο Πέτρος. Αυγή — αυγή μόλις ανοίγανε τα μάτια τους, τα δυο τους μεγάλα καταγάλανα μάτια, χειροπιαστοί παίρνανε τους κάμπους και τ' ακρογιάλια. Περνούσανε απ' τ' ανθισμένα περιβόλια, βρέχανε τα πόδια τους στις αμμουδιές, τρυπώνανε στους ίσκιους των λαγκαδιών, σκαρφάλωναν σαν κατσικάκια στις ψηλές κορφές και ξάπλωναν τα κορμιά τους να ξεκουραστούν μέσα στα ξανθά τα στάχυα του κάμπου. Κι όλο βλέπανε, κι όλο βλέπανε τις ομορφιές του κόσμου με τα δυο μεγάλα καταγάλανα μάτια τους και ποτέ δεν χόρταιναν.
Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και δεν ήτανε θάμα στη γη που δεν το 'ξερε ο Πέτρος, δεν ήτανε φως, δεν ήτανε χρώμα, δεν ήτανε χάρη κι ομορφιά που δεν το γνώριζε. Ήξερε πώς προβάλλει ο χρυσός Ήλιος απ' την κορφή του βουνού και πώς ροδίζουνε οι πλαγιές κι οι κάμποι και πώς ντύνονται τα ωραία τους στολίδια στο φίλημά του δένδρα και λουλούδια. Ήξερε πώς προβάλλει τ' ολοστρόγγυλο φεγγάρι απ' τη θάλασσα και πώς ασημώνει τα ωραία νερά, που ανατριχιάζουνε στο φως του, και τα λευκά πανάκια, που αρμενίζουνε στο πέλαγο. Ήξερε πώς τα ξανθά τα στάχυα μοιάζουνε με τα μαλλιά της Μαρίας και πώς γλυκοσαλεύουνε το απόβραδο με το γλυκόπνοο αεράκι. Και τι δεν ήξερε. Ήξερε πώς κυλάει τα νερά του το ποταμάκι απάνω στ' ασημένια βότσαλα και πώς γλυκοκοιμούνται και ονειρεύονται τα νούφαρα μες στα νερά της λίμνης. Τόσο που πολλές φορές, σκυμμένος απάνω στ' ασάλευτα νερά της, νόμισε πως είδε με τα βασιλεμένα μάτια του καθρεφτισμένο το πρόσωπό του. Και δεν ήξερε αν ήτανε το δικό του πρόσωπο κι αν ήτανε της αδερφούλας του. Και τότε την αγκάλιαζε γλυκά και της έλεγε:
— Στάσου ακόμα, γλυκιά μου αδερφή. Γιατί μ' αρέσει να βλέπω μέσα στα νερά της λίμνης καθρεφτισμένο το πρόσωπό σου.
Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά που δεν την ήξερε. Ήξερε όλα τ' αστέρια με τ' όνομά τους και ήξερε τους δρόμους και τα μονοπάτια τ' ουρανού που αργοδιαβαίνουν τ' άστρα, ένα — ένα, δυο — δυο, πολλά — πολλά, άλλα μονάχα και θλιβερά, άλλα δεμένα, αγκαλιασμένα, ταίρια — ταίρια, χαρούμενα στους ήσυχους δρόμους. Κι απ' όλα τ' αστέρια καμάρωνε του Αυγερινού (3) τη μοναξιά και αγαπούσε τα Μαλλιά της Βερενίκης (4). Και με τα βασιλεμένα του μάτια γυρισμένα προς το ουράνιο όνειρο, ρωτούσε την αδερφή του:
— Πού πάει μονάχος και περήφανος ο Αυγερινός ;
Κι η Μαρία του αποκρινότανε:
— Αλίμονο! Τα μάτια μας δεν ξέρουνε να μας το πούνε.
Και πάλι τη ρωτούσε ο Πέτρος :
— Τι στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κι είναι γλυκό σαν μέλι;
Κι η Μαρία του αποκρινότανε:
— Αλίμονο! Τα μάτια μας δε φτάνουνε να ιδούνε.
Ο Πέτρος λυπότανε βαθιά, που δεν ήξερε όλα τ' απόκρυφα της ομορφιάς του κόσμου. Και ρωτούσε πάλι την αδερφούλα του καρφώνοντας τα βασιλεμένα μάτια προς τα Μαλλιά της Βερενίκης.
— Για πες μου, καλή μου αδερφούλα. Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα;
Κι η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, του 'λεγε πάλι λυπημένα:
— Αλίμονο! Τα μάτια μας δε φτάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό (5).
Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε:
— Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στ' άστρα, μη μ’ αφήσεις μοναχό μου. Πάρε με μαζί σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.
Η Μαρία έσκυβε τότε τα μεγάλα της μάτια και πότιζε με δάκρυα το χορτάρι. Και μόνον αυτά δεν έβλεπε ο Πέτρος, γιατί κυλούσαν σιγά και μυστικά στο χώμα.
Τα μάτια του Πέτρου ήτανε πάντα γλυκά βασιλεμένα. Κι ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά κι αγάπη που δεν την ήξερε. Ήξερε ακόμα πώς σφιχτοπεριπλέκεται ο μαύρος ο κισσός ολόγυρα στ' ολόχλωρο κορμί του γεροπλάτανου και ολόγυρα στο κάτασπρο το μάρμαρο μιανής αρχαίας κολώνας. Και σφίγγοντας την αδερφούλα του στην αγκαλιά του, της έλεγε γλυκά και λυπημένα:
— Πόσο μοιάζω κι εγώ το σκοτεινό περιπλοκάδι (6) του κισσού....
Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση ολάκερη πεντοβολούσε (7) απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κι οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαριά πεσμένος στο στρώμα. Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή (8) και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τ' ωραίο του κεφάλι.
Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη. Τα μεγάλα, καταγάλανα μάτια της, που ποτέ δεν είχανε βασιλέψει για να βλέπουνε τις ομορφιές του κόσμου, βασιλεμένα τώρα προς το χώμα, στάζανε δάκρυα μυστικά.
Μα τώρα το φως έμπαινε από άλλο παράθυρο στις δυο ζυγές ψυχούλες. Τώρα η Μαρία έβλεπε με τα μάτια του τυφλού. Κι ο Πέτρος μέσα στο καμίνι που τον έκαιγε, μιλούσε με μια φωνή περίσσια γλυκιά, με μια φωνή δροσιά γεμάτη. Γιατί ο Πέτρος έβλεπε τώρα άλλες ομορφιές και θάματα που δεν τα είχανε ιδεί ακόμα. Και μιλούσε γι' άλλα λουλούδια κι άλλα χρώματα, μιλούσε για κορφοβούνια και κάμπους που δεν τους είχε πατήσει το πόδι τους. Μιλούσε για ποταμάκια και νερά και λίμνες που δεν είχανε καθρεφτίσει ως τώρα το πρόσωπό τους. Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κι ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφιχτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε:
— Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κι είναι γλυκό σαν μέλι. Κι έλα τώρα, αδερφούλα μου γλυκιά, να σου δείξω την όμορφη βασίλισσα, τη χρυσομάλλα Βερενίκη, μέσα στο φως του έβδομου ουρανού....
Κι η φωνή του σβήστηκε γλυκά, σαν στάλαγμα νερού με στου νερού τον ύπνο.
Η Μαρία έγειρε απάνω του και τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της γίνανε συννεφιασμένοι ουρανοί και χύσανε καταρράκτες δάκρυα να σβήσουνε τη φλόγα που 'καιγε τον αδερφό της. Τα δάκρυά της σβήσανε τη φλόγα του κι ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κοιτάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του:
— Αλίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κι εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.
Η Μαρία δε σήκωσε πια τα μάτια της να ιδεί καμιά ομορφιά του κόσμου. Τώρα έβλεπε με τα μάτια του Πέτρου. Κι έβλεπε τις ομορφιές που κανένα μάτι δεν τις βλέπει....
Παύλος Νιρβάνας
"Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες" Εκδόσεις Φέξη, 1914
Προσαρμογή - Επιμέλεια κειμένου : © Δημήτρης Φιλελές
"Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες" Εκδόσεις Φέξη, 1914
Προσαρμογή - Επιμέλεια κειμένου : © Δημήτρης Φιλελές
-------------------------------------------------------------
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
1 αναγαλλιάζω = χαίρομαι.
2 στερεμός, ο = η έλλειψη, η απουσία.
3 Αυγερινός, ο = (ή Αποσπερίτης) Το κοινό όνομα του πλανήτη Αφροδίτη, που είναι το πιο λαμπρό αστέρι στον νυχτερινό ουρανό μετά τον Ήλιο και τη Σελήνη.
4 Μαλλιά της Βερενίκης, τα = (ή Κόμη της Βερενίκης) Είναι αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου, που οφείλει το όνομά του στη Βερενίκη Β', σύζυγο του Πτολεμαίου Γ' Ευεργέτη, βασιλιά της Αιγύπτου. Ο μύθος αναφέρει ότι η βασίλισσα αφιέρωσε τα μαλλιά τη στη θεά Αφροδίτη, προκειμένου να επιστρέψει σώος ο σύζυγός της από τον πόλεμο εναντίον των Συρίων.
5 έβδομος ουρανός, ο = η κατάσταση της απόλυτης ευτυχίας.
6 περιπλοκάδι, το = η περικοκλάδα, ο αναρριχώμενος θάμνος.
7 πεντοβολώ = μοσχοβολώ, σκορπίζω ευωδιές.
8 Θεριστής, ο = ο μήνας Ιούνιος, που θερίζονται τα στάχυα. "Αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή".
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
1 αναγαλλιάζω = χαίρομαι.
2 στερεμός, ο = η έλλειψη, η απουσία.
3 Αυγερινός, ο = (ή Αποσπερίτης) Το κοινό όνομα του πλανήτη Αφροδίτη, που είναι το πιο λαμπρό αστέρι στον νυχτερινό ουρανό μετά τον Ήλιο και τη Σελήνη.
4 Μαλλιά της Βερενίκης, τα = (ή Κόμη της Βερενίκης) Είναι αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου, που οφείλει το όνομά του στη Βερενίκη Β', σύζυγο του Πτολεμαίου Γ' Ευεργέτη, βασιλιά της Αιγύπτου. Ο μύθος αναφέρει ότι η βασίλισσα αφιέρωσε τα μαλλιά τη στη θεά Αφροδίτη, προκειμένου να επιστρέψει σώος ο σύζυγός της από τον πόλεμο εναντίον των Συρίων.
5 έβδομος ουρανός, ο = η κατάσταση της απόλυτης ευτυχίας.
6 περιπλοκάδι, το = η περικοκλάδα, ο αναρριχώμενος θάμνος.
7 πεντοβολώ = μοσχοβολώ, σκορπίζω ευωδιές.
8 Θεριστής, ο = ο μήνας Ιούνιος, που θερίζονται τα στάχυα. "Αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή".
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
| |