Ο στρατηγός μ’ ακούει και κοιτάζει με προσοχή μια εμένα και μια το χάρτη, πούναι ξετυλιγμένος εμπρός του.
Είναι κόκκινος ο στρατηγός, σαν τη φόδρα του μεγάλου μαντύα που φορεί, με σειρές μετάλλινων παιχνιδιών στο στήθος κρεμασμένες, και με κάτι μουστάκια άγρια και κόκκινα, σάμπως βαμμένα με κινά.
Έχει κάτι αιμοβόρο στη μορφή του, κάτι τραχύ και πρόστυχο. Έτσι σκυμμένος όπως είναι πάνω στο χάρτη, μου φαίνεται σαν όρνιο που ζητά νάβρει κι άλλα κουφάρια για να χορτάσει, ρουφώντας το αίμα τους.
Τα χέρια του, σκελετωμένα, απλώνονται πάνω στα ονόματα των τόπων, πούναι χαραγμένα με κόκκινα γράμματα στο χάρτη της εκστρατείας, σάμπως θέλει ναν τα ξεσκίσει και ναν τ’ αρπάξει. Το βαθουλωμένο του πρόσωπο, που είναι και βλογιασμένο, δείχνει μια φριχτή σκληρότητα.
Όσο μιλώ, τόσο και το ενδιαφέρον του γαλονά που στέκεται αντίκρυ μου μεγαλώνει… Για μια στιγμή, δε βαστάει, κι αφήνει ένα μισάκουστο ξεφωνητό…
Κάνει δυο βήματα κι έρχεται κοντά μου. Μ’ αδράχνει από τον ώμο και με κουνάει.
- «Λες αλήθεια; Πρόσεξε…» μου λέει με βραχνή φωνή.
Τονε βλέπω πελώριο μπροστά μου, σωστό θηρίο, που μπορεί από στιγμή σε στιγμή να με σκοτώσει, να διατάξει να με σφάξουν, αφού είμαι αιχμάλωτος στα χέρια του. Οι τενεκεδένιοι αητοί, που στολισμένοι με κόκκινες κορδέλες, είναι κρεμασμένοι στο στήθος του, μου φαίνεται πως έχουν τα ράμφη τους ανοιχτά, σα να ζητάνε να με ξεσκίσουν.
Βάζω όση δύναμη έχω μέσα μου και του φωνάζω:
- «Ναι, αλήθεια…»
Ο στρατηγός σάμπως γαληνεύει. Τραβιέται πάλι μπρος στο χάρτη, και με ρωτάει ακόμα μια φορά χίλια δυο πράματα για τη θέση και το ηθικό του Βουλγαρικού στρατού.
Του δίνω αληθινές απάντησες για όλα…
Νιώθω φριχτούς πόνους στα χέρια μου, πούναι δεμένα πίσω με σκοινί χοντρό. Τα πόδια μου τρέμουν. Στ’ αυτιά μου αντηχούνε ακόμα οι κραυγές των Γάλλων Αλπινιστών, που στην κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν, ανάμεσα σε χιλιάδες σκοτωμένους στήσανε τα μυδραλιοβόλα να με σκοτώσουν, όταν περνούσα απ΄ εμπρός τους, ανάμεσα σε δύο Σέρβους στρατιώτες που μ’ οδηγούσανε στο στρατηγό, και που τώρα βρίσκομαι μπροστά του λιποτάκτης και αιχμάλωτος…
Μπρος από τα μάτια μου περνάει όλη η άγρια ζωή των χαρακωμάτων, με τους στρατιώτες που ζητούσαν να λαβωθούν, να σπάσουν το πόδι ή να κόψουν το χέρι τους, για να μπορέσουν να σταλούν πίσω, σε κανένα νοσοκομείο. Η πείνα, η δυστυχία, τα βάσανα όλων των ανθρώπων που σύρθηκαν στο απαίσιο μακελειό, χωρίς να θέλουν, για να πεθάνουν «υπέρ πίστεως και πατρίδος», μαζί με το μίσος που ένιωθαν οι αγαθοί εκείνοι χωρικοί και εργάτες για τον πόλεμο, γυρνάνε στη σκέψη μου. Βλέπω τους δύστυχους αυτούς ανθρώπους να κυλιούνται μέσα στη λάσπη και στα χιόνια, να μαρτυρούνε και να πεθαίνουν, γιατί δεν έχουν το θάρρος ν’ αντιταχτούνε στο «Νόμο», που τους άρπαξε απ΄ το τρισευτυχισμένο χωριό τους, τους έντυσε στο χακί και τους έστειλε, μ΄ ένα φονικό όπλο στα χέρια, - σα δολοφόνους, - για να σφάξουν και να σφαχτούν. Όλη η τρισάθλια ζωή της χιονισμένης παγερής νύχτας, που τα χέρια και τα πόδια μας ξεπαγιάζανε, και που ήταν αδύνατο ν΄ ανάψουμε φωτιά, γιατί θα μας βρίσκανε αμέσως οι εχτρικές γρενάδες, όλες οι μέρες, που κάτω από το φλογισμένο ήλιο λιώναμε από την κάψα, μην έχοντας πού να κρυφτούμε, μην έχοντας πού να σταθούμε, όλες οι αγωνίες των αγνών όμοιών μου, σχηματίζουν μια γιγάντια εικόνα μπρος στα μάτια μου, με χτυπητά χρώματα, που σκεπάζει το στρατηγό…
…Πρέπει, όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, να τους σώσω εγώ… Νιώθω πως είναι χρέος μου ναν τους παραδώσω στους Σέρβους…
…Σταματώ λίγο μπρος στην ιδέα αυτή… Έχω το δικαίωμα ναν τους παραδώσω στους Σέρβους;…
Ξάφνου ο στρατηγός τελειώνει τις ερωτήσεις του:
- «Βγάλτε τον έξω. Να σταλεί στο Όστροβο, μαζί με τους άλλους», λέει.
Ένας στρατιώτης που έχει τρία άστρα στους ώμους του, χωρίς χρυσές γραμμές, με σπρώχνει έξω. Τη στιγμή που φτάνω στο μπάσιμο της σκηνής, στέκομαι.
- «Θέλω να μιλήσω μονάχος στο στρατηγό», λέω ασυναίσθητα.
Μ’ αφήνουν μονάχο με το χρυσοστολισμένο αγριάνθρωπο αντίκρυ μου.
Πλησιάζω στο τραπέζι, και με μια φωνή βαριά, όχι ανθρώπινη, αλλά σαν υπνοβάτης, του λέω το μέρος απ΄ όπου μπορούν οι Σέρβοι να κυκλώσουν ολάκερη τη μεραρχία τού…… και να πιάσουν αιχμάλωτους όλους τους συντρόφους μου…
Ο στρατηγός με κοιτάζει ξαφνιασμένος και με υποψία, και μου λέει:
- «Δεν είναι δυνατό να λες αλήθεια. Θα είσαι κατάσκοπος. Δεν μπορείς να θέλεις την καταστροφή της πατρίδας σου!…»
Ξαναλέω ό,τι είχα πει, πιο καθαρά τώρα. Ο στρατηγός με κοιτάζει στα μάτια, κόκκινος πιότερο, και φωνάζει:
- «Ξέρεις τι κάνεις; Στρατιώτη, προδίνεις την πατρίδα σου; Δεν έχεις πατρίδα;…»
Ο στρατηγός πιστεύει στα λόγια μου κι αρπάζει το τηλέφωνο για να δώσει διαταγή για την κύκλωση του Βουλγαρικού στρατού, όπως του είπα.
Σε λίγο, ενώ βγαίνω από τη σκηνή κι αντηχούνε ακόμα στ΄ αυτιά μου τα λόγια του στρατηγού: «Στρατιώτη, δεν έχεις πατρίδα;», τα χείλια μου ασυναίσθητα ψιθυρίζουν: «Όχι», ενώ στα μάτια μου μπρος, που τα νιώθω υγρά, ξετυλίγεται, ακόμα μια φορά, όλη η ζωή που πέρασα μέσα στα χαρακώματα, πλάι στους σκοτωμένους, που βρωμούσανε κάτου από τον ήλιο, και στους ζωντανούς που καρτερούσανε το φονικό μοιραίο βόλι.
Πηγή : http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Laskaridis_prodotis.htm
Είναι κόκκινος ο στρατηγός, σαν τη φόδρα του μεγάλου μαντύα που φορεί, με σειρές μετάλλινων παιχνιδιών στο στήθος κρεμασμένες, και με κάτι μουστάκια άγρια και κόκκινα, σάμπως βαμμένα με κινά.
Έχει κάτι αιμοβόρο στη μορφή του, κάτι τραχύ και πρόστυχο. Έτσι σκυμμένος όπως είναι πάνω στο χάρτη, μου φαίνεται σαν όρνιο που ζητά νάβρει κι άλλα κουφάρια για να χορτάσει, ρουφώντας το αίμα τους.
Τα χέρια του, σκελετωμένα, απλώνονται πάνω στα ονόματα των τόπων, πούναι χαραγμένα με κόκκινα γράμματα στο χάρτη της εκστρατείας, σάμπως θέλει ναν τα ξεσκίσει και ναν τ’ αρπάξει. Το βαθουλωμένο του πρόσωπο, που είναι και βλογιασμένο, δείχνει μια φριχτή σκληρότητα.
Όσο μιλώ, τόσο και το ενδιαφέρον του γαλονά που στέκεται αντίκρυ μου μεγαλώνει… Για μια στιγμή, δε βαστάει, κι αφήνει ένα μισάκουστο ξεφωνητό…
Κάνει δυο βήματα κι έρχεται κοντά μου. Μ’ αδράχνει από τον ώμο και με κουνάει.
- «Λες αλήθεια; Πρόσεξε…» μου λέει με βραχνή φωνή.
Τονε βλέπω πελώριο μπροστά μου, σωστό θηρίο, που μπορεί από στιγμή σε στιγμή να με σκοτώσει, να διατάξει να με σφάξουν, αφού είμαι αιχμάλωτος στα χέρια του. Οι τενεκεδένιοι αητοί, που στολισμένοι με κόκκινες κορδέλες, είναι κρεμασμένοι στο στήθος του, μου φαίνεται πως έχουν τα ράμφη τους ανοιχτά, σα να ζητάνε να με ξεσκίσουν.
Βάζω όση δύναμη έχω μέσα μου και του φωνάζω:
- «Ναι, αλήθεια…»
Ο στρατηγός σάμπως γαληνεύει. Τραβιέται πάλι μπρος στο χάρτη, και με ρωτάει ακόμα μια φορά χίλια δυο πράματα για τη θέση και το ηθικό του Βουλγαρικού στρατού.
Του δίνω αληθινές απάντησες για όλα…
Νιώθω φριχτούς πόνους στα χέρια μου, πούναι δεμένα πίσω με σκοινί χοντρό. Τα πόδια μου τρέμουν. Στ’ αυτιά μου αντηχούνε ακόμα οι κραυγές των Γάλλων Αλπινιστών, που στην κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν, ανάμεσα σε χιλιάδες σκοτωμένους στήσανε τα μυδραλιοβόλα να με σκοτώσουν, όταν περνούσα απ΄ εμπρός τους, ανάμεσα σε δύο Σέρβους στρατιώτες που μ’ οδηγούσανε στο στρατηγό, και που τώρα βρίσκομαι μπροστά του λιποτάκτης και αιχμάλωτος…
Μπρος από τα μάτια μου περνάει όλη η άγρια ζωή των χαρακωμάτων, με τους στρατιώτες που ζητούσαν να λαβωθούν, να σπάσουν το πόδι ή να κόψουν το χέρι τους, για να μπορέσουν να σταλούν πίσω, σε κανένα νοσοκομείο. Η πείνα, η δυστυχία, τα βάσανα όλων των ανθρώπων που σύρθηκαν στο απαίσιο μακελειό, χωρίς να θέλουν, για να πεθάνουν «υπέρ πίστεως και πατρίδος», μαζί με το μίσος που ένιωθαν οι αγαθοί εκείνοι χωρικοί και εργάτες για τον πόλεμο, γυρνάνε στη σκέψη μου. Βλέπω τους δύστυχους αυτούς ανθρώπους να κυλιούνται μέσα στη λάσπη και στα χιόνια, να μαρτυρούνε και να πεθαίνουν, γιατί δεν έχουν το θάρρος ν’ αντιταχτούνε στο «Νόμο», που τους άρπαξε απ΄ το τρισευτυχισμένο χωριό τους, τους έντυσε στο χακί και τους έστειλε, μ΄ ένα φονικό όπλο στα χέρια, - σα δολοφόνους, - για να σφάξουν και να σφαχτούν. Όλη η τρισάθλια ζωή της χιονισμένης παγερής νύχτας, που τα χέρια και τα πόδια μας ξεπαγιάζανε, και που ήταν αδύνατο ν΄ ανάψουμε φωτιά, γιατί θα μας βρίσκανε αμέσως οι εχτρικές γρενάδες, όλες οι μέρες, που κάτω από το φλογισμένο ήλιο λιώναμε από την κάψα, μην έχοντας πού να κρυφτούμε, μην έχοντας πού να σταθούμε, όλες οι αγωνίες των αγνών όμοιών μου, σχηματίζουν μια γιγάντια εικόνα μπρος στα μάτια μου, με χτυπητά χρώματα, που σκεπάζει το στρατηγό…
…Πρέπει, όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, να τους σώσω εγώ… Νιώθω πως είναι χρέος μου ναν τους παραδώσω στους Σέρβους…
…Σταματώ λίγο μπρος στην ιδέα αυτή… Έχω το δικαίωμα ναν τους παραδώσω στους Σέρβους;…
Ξάφνου ο στρατηγός τελειώνει τις ερωτήσεις του:
- «Βγάλτε τον έξω. Να σταλεί στο Όστροβο, μαζί με τους άλλους», λέει.
Ένας στρατιώτης που έχει τρία άστρα στους ώμους του, χωρίς χρυσές γραμμές, με σπρώχνει έξω. Τη στιγμή που φτάνω στο μπάσιμο της σκηνής, στέκομαι.
- «Θέλω να μιλήσω μονάχος στο στρατηγό», λέω ασυναίσθητα.
Μ’ αφήνουν μονάχο με το χρυσοστολισμένο αγριάνθρωπο αντίκρυ μου.
Πλησιάζω στο τραπέζι, και με μια φωνή βαριά, όχι ανθρώπινη, αλλά σαν υπνοβάτης, του λέω το μέρος απ΄ όπου μπορούν οι Σέρβοι να κυκλώσουν ολάκερη τη μεραρχία τού…… και να πιάσουν αιχμάλωτους όλους τους συντρόφους μου…
Ο στρατηγός με κοιτάζει ξαφνιασμένος και με υποψία, και μου λέει:
- «Δεν είναι δυνατό να λες αλήθεια. Θα είσαι κατάσκοπος. Δεν μπορείς να θέλεις την καταστροφή της πατρίδας σου!…»
Ξαναλέω ό,τι είχα πει, πιο καθαρά τώρα. Ο στρατηγός με κοιτάζει στα μάτια, κόκκινος πιότερο, και φωνάζει:
- «Ξέρεις τι κάνεις; Στρατιώτη, προδίνεις την πατρίδα σου; Δεν έχεις πατρίδα;…»
Ο στρατηγός πιστεύει στα λόγια μου κι αρπάζει το τηλέφωνο για να δώσει διαταγή για την κύκλωση του Βουλγαρικού στρατού, όπως του είπα.
Σε λίγο, ενώ βγαίνω από τη σκηνή κι αντηχούνε ακόμα στ΄ αυτιά μου τα λόγια του στρατηγού: «Στρατιώτη, δεν έχεις πατρίδα;», τα χείλια μου ασυναίσθητα ψιθυρίζουν: «Όχι», ενώ στα μάτια μου μπρος, που τα νιώθω υγρά, ξετυλίγεται, ακόμα μια φορά, όλη η ζωή που πέρασα μέσα στα χαρακώματα, πλάι στους σκοτωμένους, που βρωμούσανε κάτου από τον ήλιο, και στους ζωντανούς που καρτερούσανε το φονικό μοιραίο βόλι.
Πηγή : http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Laskaridis_prodotis.htm