Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και χαχανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης.
Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάνα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα τ' αρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος. Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώσει και να γίνει γερός κι αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλει ο Θεός το χέρι του. Σιγά — σιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λυγίζουν, το κορμάκι του να ζαρώνει και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε από πίσω του κι άλλο ένα από μπρος του. Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνει στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνει και στο μπόι.
Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε από μέσα τους.
— Δεν πεθαίνει το καημένο να ησυχάσει απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...
Γιατί οι γονείς του δεν μπορούσανε να βλέπουν ένα τόσο άσχημο πλάσμα κοντά τους και να συλλογίζονται πως αυτοί το πλάσανε.
Ο Γιαννάκης όμως είχε άλλην ιδέα. Η ζωή του άρεσε, ήτανε ευχαριστημένος που ήλθε στον κόσμο και δεν είχε κανένα παράπονο με τους γονείς του. Τα μάτια του λάμπανε από χαρά και, ανάμεσα στ' άλλα παιδιά, περπατούσε τόσο τεντωμένος και αλύγιστος, που θα 'λεγες πως το είχε περηφάνια πως ήτανε τόσο διαφορετικός και τόσο ξεχωριστός από τ' άλλα τα παιδιά. Περπατούσε πάντα μοναχός, φουσκωμένος σαν γάλος, με το κεφάλι ψηλά και πατούσε στερεά το χώμα με τα δυο αδύνατα ποδαράκια του.
Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κοιτάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώσει αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μόλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο. Ο μόλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με τ' αδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν. Έσκυβε αυτός και τους κοίταζε από ψηλά.
Όμως κάποιο κακό μάτι έπεσε απάνω του. Γιατί όλοι όσοι τον βλέπανε λέγανε μέσα τους: «Για κοίτα τον καμπουράκη.... θάρρος που το 'χει! Καμιά μέρα θα πέσει να σκοτωθεί». Και από τα πολλά τα μάτια κάποιο τόνε βάσκανε. Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κοιτάζοντας τον ήλιο, γλίστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του. Όταν τον περνούσανε στο δρόμο οι διαβάτες τον κοιτάζανε και κουνούσαν το κεφάλι τους: «Ο Θεός τον ανάπαυσε, λέγανε. Τι να την κάνει το κακόμοιρο τέτοια ζωή !» Όταν τον περάσανε απ' το σχολείο όλα τα παιδιά τρέξανε να ιδούνε τον καμπουράκη, που είχε πέσει απ' το μόλο. Τριγυρίσανε το σανίδι και τον κοιτάζανε, σαν παράξενο πράμα. Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.
Παύλος Νιρβάνας, "Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες",
Εκδόσεις Φέξη, 1914
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάνα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα τ' αρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος. Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώσει και να γίνει γερός κι αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλει ο Θεός το χέρι του. Σιγά — σιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λυγίζουν, το κορμάκι του να ζαρώνει και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε από πίσω του κι άλλο ένα από μπρος του. Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνει στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνει και στο μπόι.
Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε από μέσα τους.
— Δεν πεθαίνει το καημένο να ησυχάσει απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...
Γιατί οι γονείς του δεν μπορούσανε να βλέπουν ένα τόσο άσχημο πλάσμα κοντά τους και να συλλογίζονται πως αυτοί το πλάσανε.
Ο Γιαννάκης όμως είχε άλλην ιδέα. Η ζωή του άρεσε, ήτανε ευχαριστημένος που ήλθε στον κόσμο και δεν είχε κανένα παράπονο με τους γονείς του. Τα μάτια του λάμπανε από χαρά και, ανάμεσα στ' άλλα παιδιά, περπατούσε τόσο τεντωμένος και αλύγιστος, που θα 'λεγες πως το είχε περηφάνια πως ήτανε τόσο διαφορετικός και τόσο ξεχωριστός από τ' άλλα τα παιδιά. Περπατούσε πάντα μοναχός, φουσκωμένος σαν γάλος, με το κεφάλι ψηλά και πατούσε στερεά το χώμα με τα δυο αδύνατα ποδαράκια του.
Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κοιτάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώσει αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μόλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο. Ο μόλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με τ' αδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν. Έσκυβε αυτός και τους κοίταζε από ψηλά.
Όμως κάποιο κακό μάτι έπεσε απάνω του. Γιατί όλοι όσοι τον βλέπανε λέγανε μέσα τους: «Για κοίτα τον καμπουράκη.... θάρρος που το 'χει! Καμιά μέρα θα πέσει να σκοτωθεί». Και από τα πολλά τα μάτια κάποιο τόνε βάσκανε. Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κοιτάζοντας τον ήλιο, γλίστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του. Όταν τον περνούσανε στο δρόμο οι διαβάτες τον κοιτάζανε και κουνούσαν το κεφάλι τους: «Ο Θεός τον ανάπαυσε, λέγανε. Τι να την κάνει το κακόμοιρο τέτοια ζωή !» Όταν τον περάσανε απ' το σχολείο όλα τα παιδιά τρέξανε να ιδούνε τον καμπουράκη, που είχε πέσει απ' το μόλο. Τριγυρίσανε το σανίδι και τον κοιτάζανε, σαν παράξενο πράμα. Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.
Παύλος Νιρβάνας, "Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια και άλλες μικρές ιστορίες",
Εκδόσεις Φέξη, 1914
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ