Μια λαϊκή ιστορία από την Κύπρο
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' έναν τόπο ένας άρχοντας. Ήταν αυτός πολύ πλούσιος κι είχε σπίτια, κτήματα και ζώα που τα έχανες στο μέτρημα. Είχε ανθρώπους πολλούς στη δούλεψη του μα είχε και μια στενοχώρια ακόμα μεγαλύτερη. Λένε πως είχε ένα γιο μονάκριβο αυτός, που ήταν μεγάλος τεμπέλης κι αχαΐρευτος και έγνοια άλλη δεν είχε στο μυαλό του παρά μονάχα πώς να πηγαίνει από γλέντι σε γλέντι και να σκορπάει τα λεφτά του. Πού το έχανες πού τον έβρισκες πότε στα καπηλειά και στις ταβέρνες να τρώει και να πίνει και στα ξενύχτια να ξοδεύει τον κόπο αλλωνών. Κι ήταν αυτός κεφάλι αγύριστο που δεν έπαιρνε ούτε από λόγια ούτε από συμβουλές. Το κατάλαβε ο πατέρας του πως σαν πεθάνει, ο γιος του δεν θα αφήσει ούτε λεφτά ούτε κτήματα που να μην τους βάλει χέρι και θα γίνουν όλα καπνός και θα χαθούν. Κάθισε και σκέφτηκε τι να κάνει για να μην βρεθεί στο δρόμο και πεινάσει το παιδί και πάρει ο αέρας το βίος του.
Μια μέρα φωνάζει το γιο του. Είχε πια γεράσει ο άρχοντας κι ο χρόνος θόλωσε τα μάτια του και βάρυναν τα χρόνια πάνω στο κορμί του. Κατάλαβε πως ήταν η ώρα του να φύγει. Παίρνουν την άμαξα και πηγαίνουν σ' ένα από τα πολλά σπίτια που είχε ο άρχοντας. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Φαίνονταν ερημωμένο με τα πατώματα να τρίζουν και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν. Κατέβηκαν από την άμαξα και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Πήγαν σε μια κάμαρα που απ' το ταβάνι της κρεμόταν μια κρικέλα. Ο πατέρας τότε μίλησε κι είπε: "Γιέ μου, εγώ σε λίγο καιρό θα πεθάνω, γέρασα πια, τα 'φαγα τα ψωμιά μου. Με τα μυαλά που κουβαλάς το βλέπω πως πολύ γρήγορα δεν θα σου μείνει ούτε δεκάρα. Όταν θα τα 'χεις χάσει όλα, περιουσία κι ελπίδα, και θα πιάσεις πάτο στον κατήφορο και δεν θα σου έχει απομείνει τίποτα άλλο, να έρθεις σ' αυτό το σπίτι. Να περάσεις ένα σκοινί απ' την κρικέλα που βλέπεις στο ταβάνι και να κρεμαστείς για να γλιτώσεις απ' τα βάσανα". Ο γιος του δεν έδωσε σημασία γιατί είχε το νου του να πάει να βρει τις παρέες του να γλεντήσει.
Πέρασαν λίγες εβδομάδες κι ο άρχοντας έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Ο γιος του από την ίδια κιόλας μέρα άρχισε να ροκανίζει όλα αυτά που απόμειναν δικά του.
Απόχτησε πιότερους φίλους κι οι παρέες του έρχονταν στο αρχοντικό κι έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν και τα ξενύχτια κυλούσαν το ένα μετά το άλλο. Κουβαλήθηκαν κι άλλοι καινούργιοι φίλοι που τον καλόπιαναν με κολακείες και του έπαιρναν με ψευτιές λεφτά. Τραπέζια στρώνονταν γιομάτα μ' όλων των ειδών τα καλά και να οι μουσικές κι οι χοροί. Περνούσε ο καιρός και οι σπατάλες άδειασαν τα σεντούκια και το άδειασμα των σεντουκιών έφερε το ξεπούλημα των κτημάτων και των κοπαδιών. Πούλησε ατός τα χωράφια και τα περιβόλια που έφερναν σοδειές και όταν τέλειωσαν αυτά άρχισε να πουλάει τα σπίτια που του άφησε ο πατέρας του. Στο τέλος βρέθηκε να πουλάει και το μεγάλο αρχοντικό κι απόμεινε στο δρόμο με όλα κι όλα τρία γρόσια στο χέρι.
Οι φίλοι κι οι παρέες είχαν αρχίσει να αραιώνουν από καιρό και στο τέλος τον άφησαν ολομόναχο να γυρνάει στους δρόμους εδώ κι εκεί. Όταν δεν του απόμεινε παρά μόνο η απελπισία θυμήθηκε το παλιό σπίτι που τον είχε πάει ο πατέρας του.
"Εκεί θα περάσω τη νύχτα μου" σκέφτηκε και πήγε. Στο δρόμο αγόρασε με τα τελευταία λεφτά λίγο ψωμί και χαλούμι. Έφτασε στο σπίτι που με δυσκολία στεκόταν όρθιο. Μπήκε στην κάμαρα και κοίταξε το ταβάνι με την κρικέλα. "Αύριο θα κρεμαστώ να μην βασανίζομαι άλλο" είπε και έφερε στο νου του τα λόγια του πατέρα του. Τη νύχτα, την ώρα που αυτός κοιμόταν, βγήκαν τα ποντίκια και του έφαγαν το ψωμί και το τυρί και δεν έμεινε ούτε ψίχουλο. Το πρωί ξυπνάει και είδε τι έγινε. Αντί να κρεμαστεί πηγαίνει στους παλιούς του φίλους να τους ζητήσει να του δώσουν να φάει κατιτί μην φύγει απ' τον κόσμο πεινασμένος. Τους βρήκε στο καφενείο να περνάνε την ώρα τους. Τους είπε τι έγινε τη νύχτα στο παλιό σπίτι με τα ποντίκια και τους ζήτησε να το δώσουν να φάει. Εκείνοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τα τραπέζια που τους έκανε και γέλασαν μαζί του. Του είπαν πως τα ποντίκια δεν τρώνε ψωμί και τυρί και πως τους λέει ψέματα. Γυρίζει τότε εκείνος στο παλιόσπιτο. Ρίχνει ένα σκοινί, το περνάει απ' την κρικέλα και το δένει στον λαιμό του. Την ώρα που το τράβηξε να κρεμαστεί πέφτει απ' το ταβάνι μια στάμνα γιομάτη με λίρες και άστραψε όλη η κάμαρα από το χρυσάφι. Θυμήθηκε τον πατέρα του. "Σίγουρα είναι δουλειά του πατέρα μου αυτή. Κατάλαβε τι θα πάθω με το μυαλό που κουβαλάω και φρόντισε για μένα μπας και καταλάβω το λάθος μου" κι απόμεινε σκεφτικός.
Από κείνη τη μέρα έγινε άλλος άνθρωπος. Δούλεψε σκληρά και κατάφερε να πάρει ένα χωράφι κι ένα περιβόλι πίσω. Η σοδειά τους και η δική του φροντίδα του έφερε σιγά σιγά το βίος του πίσω και πάλι. Αγόρασε περισσότερα χτήματα που του έδωσαν πιο πολλά γεννήματα. Οι φίλοι του άρχισαν να έρχονται κοντά του γιατί θυμούνταν τα παλιά τα γλέντια και την καλοπέραση που είχαν μαζί του. Αλλά τώρα αυτός είχε το νου του γιατί κατάλαβε...
Μια μέρα πήγαν να τον χαιρετήσουν τάχα και να αρχίσουν τα καλοπιάσματα και τις κολακείες μα τον βρήκαν μαραζωμένο και σε μεγάλη στενοχώρια. "Τι έχεις, άρχοντα, καλέ μας φίλες;" τον ρώτησαν όλο νοιάξιμο. Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι είχε αγοράσει κρικέλες, καρφιά και κλειδαριές για τις πόρτες του σπιτιού του μα την νύχτα βγήκαν τα ποντίκια και τα φάγανε. Οι παλιοί φίλοι στην αρχή παραξενευτήκαν: "Μα τι λες, άρχοντα, τρώνε τα ποντίκια σίντερο;" τον ρώτησαν αλλά σε λίγη ώρα άλλαξαν τις κουβέντες τους: "Μα βέβαια, οι ποντικοί τρώνε σίντερο, έχεις δίκιο άρχοντα!" του αποκρίθηκαν. Τότε ο άρχοντας θυμήθηκε το πάθημα του, θύμωσε και είπε: "Όταν ήμουν φτωχός και κουρέλης σαν είπα πως οι ποντικοί μου φάγανε το ψωμί και το τυρί μα εσείς κάνατε τάχα πως δεν με πιστεύατε και με κοροϊδέψατε. Τώρα που ξανάγινα πλούσιος και δυνατός σας λέω πως οι ποντικοί μου φάγανε τα σίδερα και για να με κολακέψετε πιστεύετε τις κουβέντες μου! Φύγετε από μπροστά μου δεν σας θέλω για φίλους!".
Γι' αυτό λένε στην Κύπρο: "Πιστεύουνε τον άρχοντα και ψέματα αν λαλεί και περιπαίζουν τον φτωχό αλήθεια άμα πει...".
Μια μέρα φωνάζει το γιο του. Είχε πια γεράσει ο άρχοντας κι ο χρόνος θόλωσε τα μάτια του και βάρυναν τα χρόνια πάνω στο κορμί του. Κατάλαβε πως ήταν η ώρα του να φύγει. Παίρνουν την άμαξα και πηγαίνουν σ' ένα από τα πολλά σπίτια που είχε ο άρχοντας. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Φαίνονταν ερημωμένο με τα πατώματα να τρίζουν και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν. Κατέβηκαν από την άμαξα και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Πήγαν σε μια κάμαρα που απ' το ταβάνι της κρεμόταν μια κρικέλα. Ο πατέρας τότε μίλησε κι είπε: "Γιέ μου, εγώ σε λίγο καιρό θα πεθάνω, γέρασα πια, τα 'φαγα τα ψωμιά μου. Με τα μυαλά που κουβαλάς το βλέπω πως πολύ γρήγορα δεν θα σου μείνει ούτε δεκάρα. Όταν θα τα 'χεις χάσει όλα, περιουσία κι ελπίδα, και θα πιάσεις πάτο στον κατήφορο και δεν θα σου έχει απομείνει τίποτα άλλο, να έρθεις σ' αυτό το σπίτι. Να περάσεις ένα σκοινί απ' την κρικέλα που βλέπεις στο ταβάνι και να κρεμαστείς για να γλιτώσεις απ' τα βάσανα". Ο γιος του δεν έδωσε σημασία γιατί είχε το νου του να πάει να βρει τις παρέες του να γλεντήσει.
Πέρασαν λίγες εβδομάδες κι ο άρχοντας έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Ο γιος του από την ίδια κιόλας μέρα άρχισε να ροκανίζει όλα αυτά που απόμειναν δικά του.
Απόχτησε πιότερους φίλους κι οι παρέες του έρχονταν στο αρχοντικό κι έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν και τα ξενύχτια κυλούσαν το ένα μετά το άλλο. Κουβαλήθηκαν κι άλλοι καινούργιοι φίλοι που τον καλόπιαναν με κολακείες και του έπαιρναν με ψευτιές λεφτά. Τραπέζια στρώνονταν γιομάτα μ' όλων των ειδών τα καλά και να οι μουσικές κι οι χοροί. Περνούσε ο καιρός και οι σπατάλες άδειασαν τα σεντούκια και το άδειασμα των σεντουκιών έφερε το ξεπούλημα των κτημάτων και των κοπαδιών. Πούλησε ατός τα χωράφια και τα περιβόλια που έφερναν σοδειές και όταν τέλειωσαν αυτά άρχισε να πουλάει τα σπίτια που του άφησε ο πατέρας του. Στο τέλος βρέθηκε να πουλάει και το μεγάλο αρχοντικό κι απόμεινε στο δρόμο με όλα κι όλα τρία γρόσια στο χέρι.
Οι φίλοι κι οι παρέες είχαν αρχίσει να αραιώνουν από καιρό και στο τέλος τον άφησαν ολομόναχο να γυρνάει στους δρόμους εδώ κι εκεί. Όταν δεν του απόμεινε παρά μόνο η απελπισία θυμήθηκε το παλιό σπίτι που τον είχε πάει ο πατέρας του.
"Εκεί θα περάσω τη νύχτα μου" σκέφτηκε και πήγε. Στο δρόμο αγόρασε με τα τελευταία λεφτά λίγο ψωμί και χαλούμι. Έφτασε στο σπίτι που με δυσκολία στεκόταν όρθιο. Μπήκε στην κάμαρα και κοίταξε το ταβάνι με την κρικέλα. "Αύριο θα κρεμαστώ να μην βασανίζομαι άλλο" είπε και έφερε στο νου του τα λόγια του πατέρα του. Τη νύχτα, την ώρα που αυτός κοιμόταν, βγήκαν τα ποντίκια και του έφαγαν το ψωμί και το τυρί και δεν έμεινε ούτε ψίχουλο. Το πρωί ξυπνάει και είδε τι έγινε. Αντί να κρεμαστεί πηγαίνει στους παλιούς του φίλους να τους ζητήσει να του δώσουν να φάει κατιτί μην φύγει απ' τον κόσμο πεινασμένος. Τους βρήκε στο καφενείο να περνάνε την ώρα τους. Τους είπε τι έγινε τη νύχτα στο παλιό σπίτι με τα ποντίκια και τους ζήτησε να το δώσουν να φάει. Εκείνοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τα τραπέζια που τους έκανε και γέλασαν μαζί του. Του είπαν πως τα ποντίκια δεν τρώνε ψωμί και τυρί και πως τους λέει ψέματα. Γυρίζει τότε εκείνος στο παλιόσπιτο. Ρίχνει ένα σκοινί, το περνάει απ' την κρικέλα και το δένει στον λαιμό του. Την ώρα που το τράβηξε να κρεμαστεί πέφτει απ' το ταβάνι μια στάμνα γιομάτη με λίρες και άστραψε όλη η κάμαρα από το χρυσάφι. Θυμήθηκε τον πατέρα του. "Σίγουρα είναι δουλειά του πατέρα μου αυτή. Κατάλαβε τι θα πάθω με το μυαλό που κουβαλάω και φρόντισε για μένα μπας και καταλάβω το λάθος μου" κι απόμεινε σκεφτικός.
Από κείνη τη μέρα έγινε άλλος άνθρωπος. Δούλεψε σκληρά και κατάφερε να πάρει ένα χωράφι κι ένα περιβόλι πίσω. Η σοδειά τους και η δική του φροντίδα του έφερε σιγά σιγά το βίος του πίσω και πάλι. Αγόρασε περισσότερα χτήματα που του έδωσαν πιο πολλά γεννήματα. Οι φίλοι του άρχισαν να έρχονται κοντά του γιατί θυμούνταν τα παλιά τα γλέντια και την καλοπέραση που είχαν μαζί του. Αλλά τώρα αυτός είχε το νου του γιατί κατάλαβε...
Μια μέρα πήγαν να τον χαιρετήσουν τάχα και να αρχίσουν τα καλοπιάσματα και τις κολακείες μα τον βρήκαν μαραζωμένο και σε μεγάλη στενοχώρια. "Τι έχεις, άρχοντα, καλέ μας φίλες;" τον ρώτησαν όλο νοιάξιμο. Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι είχε αγοράσει κρικέλες, καρφιά και κλειδαριές για τις πόρτες του σπιτιού του μα την νύχτα βγήκαν τα ποντίκια και τα φάγανε. Οι παλιοί φίλοι στην αρχή παραξενευτήκαν: "Μα τι λες, άρχοντα, τρώνε τα ποντίκια σίντερο;" τον ρώτησαν αλλά σε λίγη ώρα άλλαξαν τις κουβέντες τους: "Μα βέβαια, οι ποντικοί τρώνε σίντερο, έχεις δίκιο άρχοντα!" του αποκρίθηκαν. Τότε ο άρχοντας θυμήθηκε το πάθημα του, θύμωσε και είπε: "Όταν ήμουν φτωχός και κουρέλης σαν είπα πως οι ποντικοί μου φάγανε το ψωμί και το τυρί μα εσείς κάνατε τάχα πως δεν με πιστεύατε και με κοροϊδέψατε. Τώρα που ξανάγινα πλούσιος και δυνατός σας λέω πως οι ποντικοί μου φάγανε τα σίδερα και για να με κολακέψετε πιστεύετε τις κουβέντες μου! Φύγετε από μπροστά μου δεν σας θέλω για φίλους!".
Γι' αυτό λένε στην Κύπρο: "Πιστεύουνε τον άρχοντα και ψέματα αν λαλεί και περιπαίζουν τον φτωχό αλήθεια άμα πει...".