Η νύχτα αυτή δε θέλει να τελειώσει. Μυρωδιές από κλειστά εστιατόρια,
από μασκάλες, από φώτα σβησμένα σε σκάλες λαϊκών ξενοδοχείων,
από ανθισμένα δέντρα κι αποτσίγαρα πεταμένα στους δρόμους. Μεγάλα
λεωφορεία σταθμευμένα ˙ μέσα τους κρατούν ακόμα πυκνωμένη
τη σωπασμένη βοή της μέρας, τις στιγμιαίες επαφές των σωμάτων. Μπρος στα τζάμια τους
τα θαμπωμένα απ' το χνώτο της νύχτας, σταματούν για λίγο τ' άγρια αγόρια,
διορθώνουν μια τούφα των μαλλιών τους, φεύγουν. Μες στους τηλεφωνικούς θαλάμους
κάποιοι τηλεφωνούν από σκοτάδι σε σκοτάδι ˙ δεν ακούγεται τίποτα ˙ - ίσως να 'ναι
οι νέοι νεκροί που αρνούνται να πεθάνουν τόσο νέοι ˙ ίσως διεκδικούν το μερτικό τους
στους έρωτες και στα φώτα των δρόμων - έναστροι δρόμοι
από βαθείσπνοα τσιγάρα εραστών σε ανυπόμονη θήρα. Όχι, όχι,
δε θα μας κλέψει απόψε πάλι ο ύπνος κι άλλο απ' τη ζωή μας. Καληνύχτα ξένο κρεβάτι ˙
τ' άσπρα σεντόνια ας τα φορέσουν τα όνειρα ˙ κι ας περιμένει ο γερο-ξενοδόχος
με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χοντρό βιβλίο των πελατών. 'Αι, Φοντάνα ντι Τρέβι,
εμείς εδώ, με τα νερά και με τα αγάλματα. Θα πέσω με τα ρούχα, στην κρήνη
ν' αγγίξω αυτό το εξαίσιο μαρμαρένιο πόδι. Κι ύστερα,
βρεγμένος, μούσκεμα, να στέκω και να τρέμω σύγκορμος με το ρίγος των άστρων
ρίχνοντας στα νερά όλα μου τα νομίσματα, να μείνω απένταρος και να μην έχω
μήτε τον απαραίτητο οβολό για τον Σκιώδη Λεμβούχο, κι έτσι να μ' αφήσει στον Απάνω Κόσμο
να ταξιδεύω ατέλειωτα απ' την Αθήνα στη Ρώμη, απ' τη Ρώμη στην Αθήνα.
Ρώμη, 17.IX.78
Ποίημα από τη συλλογή "Ο κόσμος είναι ένας", δεύτερο μέρος του ιταλικού τρίπτυχου.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
από μασκάλες, από φώτα σβησμένα σε σκάλες λαϊκών ξενοδοχείων,
από ανθισμένα δέντρα κι αποτσίγαρα πεταμένα στους δρόμους. Μεγάλα
λεωφορεία σταθμευμένα ˙ μέσα τους κρατούν ακόμα πυκνωμένη
τη σωπασμένη βοή της μέρας, τις στιγμιαίες επαφές των σωμάτων. Μπρος στα τζάμια τους
τα θαμπωμένα απ' το χνώτο της νύχτας, σταματούν για λίγο τ' άγρια αγόρια,
διορθώνουν μια τούφα των μαλλιών τους, φεύγουν. Μες στους τηλεφωνικούς θαλάμους
κάποιοι τηλεφωνούν από σκοτάδι σε σκοτάδι ˙ δεν ακούγεται τίποτα ˙ - ίσως να 'ναι
οι νέοι νεκροί που αρνούνται να πεθάνουν τόσο νέοι ˙ ίσως διεκδικούν το μερτικό τους
στους έρωτες και στα φώτα των δρόμων - έναστροι δρόμοι
από βαθείσπνοα τσιγάρα εραστών σε ανυπόμονη θήρα. Όχι, όχι,
δε θα μας κλέψει απόψε πάλι ο ύπνος κι άλλο απ' τη ζωή μας. Καληνύχτα ξένο κρεβάτι ˙
τ' άσπρα σεντόνια ας τα φορέσουν τα όνειρα ˙ κι ας περιμένει ο γερο-ξενοδόχος
με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χοντρό βιβλίο των πελατών. 'Αι, Φοντάνα ντι Τρέβι,
εμείς εδώ, με τα νερά και με τα αγάλματα. Θα πέσω με τα ρούχα, στην κρήνη
ν' αγγίξω αυτό το εξαίσιο μαρμαρένιο πόδι. Κι ύστερα,
βρεγμένος, μούσκεμα, να στέκω και να τρέμω σύγκορμος με το ρίγος των άστρων
ρίχνοντας στα νερά όλα μου τα νομίσματα, να μείνω απένταρος και να μην έχω
μήτε τον απαραίτητο οβολό για τον Σκιώδη Λεμβούχο, κι έτσι να μ' αφήσει στον Απάνω Κόσμο
να ταξιδεύω ατέλειωτα απ' την Αθήνα στη Ρώμη, απ' τη Ρώμη στην Αθήνα.
Ρώμη, 17.IX.78
Ποίημα από τη συλλογή "Ο κόσμος είναι ένας", δεύτερο μέρος του ιταλικού τρίπτυχου.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
| |