Δένουν το μαύρο τους τσεμπέρι χαμηλά στα μάτια.
Έχουν μια σκάφη, ένα μαγκάλι˙ τα παιδιά τους δεν τα 'χουν.
Τα βράδια τρώνε καταμόναχες. Δε μιλάνε.
Ακούν τον άνεμο να τρίζει τα ξερά καλαμπόκια
ή το νερό που ανοίγει τρύπες στο έρημο χωράφι
ξεπλένοντας τα κόκκαλα των πεθαμένων. Ακούν και το φεγγάρι
που όλη τη νύχτα γαυγίζει την αρχαία κουκουβάγια
κι είναι όλα τόσο πειθήνια σα να λείπουν από αιώνες.
Αθήνα, 14.Χ.82
Από την ποιητική συλλογή "Πορθμεῖο"
"... Μετεμφιεσμένος κάτω από αναρίθμητες γριές έκλαιγε για το χαμό του παλικαριού, για τα δεινά του τόπου, κι ωστόσο τα λόγια της κάθε γριάς, από το ταπεινό κατώφλι της, δεν είχαν την αβάσταχτη θλίψη που έχουν τα λόγια μιας αληθινής γριάς χαροκαμένης. Ο ποιητής, καλυμμένος πίσω από το φάντασμα της γριάς, υμνούσε την ομορφιά, την παλικαριά, τη ζωή την ίδια. Και η δύναμη της ποίησής του ήταν ίδια με αυτή του διάμεσου˙ ο Ρίτσος, σαν όλους τους μεγάλους ποιητές, ήταν μια Πυθία και ανεβασμένος στο τρίποδο του λόγου (ενός λόγου απλού, απέριττου, χωρίς φτιασίδια) πρόλεγε τα παρελθόντα και αναπολούσε τα μελλοντικά..."
Βασίλης Βασιλικός
Απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο "Ο μεγάλος Ρίτσος", στο περιοδικό "ἡ λέξη", τ. 182, οκτώβριος-δεκέμβριος 2004.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Έχουν μια σκάφη, ένα μαγκάλι˙ τα παιδιά τους δεν τα 'χουν.
Τα βράδια τρώνε καταμόναχες. Δε μιλάνε.
Ακούν τον άνεμο να τρίζει τα ξερά καλαμπόκια
ή το νερό που ανοίγει τρύπες στο έρημο χωράφι
ξεπλένοντας τα κόκκαλα των πεθαμένων. Ακούν και το φεγγάρι
που όλη τη νύχτα γαυγίζει την αρχαία κουκουβάγια
κι είναι όλα τόσο πειθήνια σα να λείπουν από αιώνες.
Αθήνα, 14.Χ.82
Από την ποιητική συλλογή "Πορθμεῖο"
"... Μετεμφιεσμένος κάτω από αναρίθμητες γριές έκλαιγε για το χαμό του παλικαριού, για τα δεινά του τόπου, κι ωστόσο τα λόγια της κάθε γριάς, από το ταπεινό κατώφλι της, δεν είχαν την αβάσταχτη θλίψη που έχουν τα λόγια μιας αληθινής γριάς χαροκαμένης. Ο ποιητής, καλυμμένος πίσω από το φάντασμα της γριάς, υμνούσε την ομορφιά, την παλικαριά, τη ζωή την ίδια. Και η δύναμη της ποίησής του ήταν ίδια με αυτή του διάμεσου˙ ο Ρίτσος, σαν όλους τους μεγάλους ποιητές, ήταν μια Πυθία και ανεβασμένος στο τρίποδο του λόγου (ενός λόγου απλού, απέριττου, χωρίς φτιασίδια) πρόλεγε τα παρελθόντα και αναπολούσε τα μελλοντικά..."
Βασίλης Βασιλικός
Απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο "Ο μεγάλος Ρίτσος", στο περιοδικό "ἡ λέξη", τ. 182, οκτώβριος-δεκέμβριος 2004.
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ