Μαύρη της τελευταίας είδησης η φτερούγα, σέρνεται στην πολιτεία. Σέρνεται στα σοκάκια της φτώχειας, στους δρόμους της άνεσης. Αγγίζει καθρέφτες, αγγίζει μάρμαρα, αγγίζει κασέλες με γδαρσίματα, πατώματα μπαλωμένα. Όλα βουβαίνονται. Και οι άνθρωποι, σκύβοντας γύρω απ’ τα πράγματα που δέθηκαν με τη ζωή τους, συλλογιούνται.
- Ο πόλεμος… ο πόλεμος.
- Κι ίσως ο θάνατος… ο θάνατος… Ας έρθει!
Αυτοί τόνε καλέσανε. Απ’ τα πλεμόνια τους, απ’ τα λαρύγγια τους, από τα στήθια τα δικά τους βγήκε η άρνηση, μονάχοι τους απόσπρωξαν το χέρι του ληστή καθώς απλωνόταν για χαιρέτημα.
- Μυρίζεις αίμα. Λεύτερους λαούς τους σκλάβωσες. Θες τη γη μου στήριγμα για να παιδέψεις φίλους π’ αγαπώ. Κάλλιο το χαροπάλεμα. Μια Ελλάδα νεκρή στο γκρεμό, ναι. Ζωντανή τάχα στην αγκαλιά σου, όχι!
**********
Και φεύγοντας τα βαγόνια, μαζεύοντας νιάτα από κάμους, γιαλούς και βουναλάκια. Πλήθος της φτώχειας τα παιδιά, του λαού τα παιδιά, του ίδρωτα και του μόχθου, του δος ημιν σήμερον.
Λίγα των τρανών τα παιδιά. Χώρια κάπως, σα μονάχα… Μα των αλλονών το γέλιο τα ζώνει, πηδάει απάνω τους, - της αμμουδιάς κυματάκι.
- Κοντά μας!... Όλοι δικοί!...
Κι αρχινάει το τραγούδι.
Κουνάν οι ελιές τ’ αργυρό τους κεφάλι.
- Σας θρέψαμε, σας μεγαλώσαμε, σας κοιμίσαμε στον ίσκιο μας. Πολεμήστε. Κρατήστε μας λεύτερες.
Φωτοβολάν οι σταθμοί με τα πρασινούλια τους κάγκελα και τις ρόδινες μολόχες. Μάνες κουνάν μαντήλια. Γερόντισσες τρεμουλιαστές σηκώνοντας το χέρι, ραίνουνε το τρένο μ’ ευλογίες.
Οι μηχανές σφυράνε. Φεύγει, φεύγει ο στρατός. Κορίτσια που τραβάν για τ’ αμπέλια, πετάν στα παιδιά κάποιο δώρο – τσαμπί σαββατιανό, μια χούφτα κυκλάμινα, το κουλουράκι που ‘χανε στην τσέπη. – Στέκουν ύστερ’ ακούνητα κάτω απ’ τις λεύκες. Τα τσεμπέρια τους ανεμίζουνε, τα μάτια τους γνέφουνε :
- Θα περάσετε αλήθεια ξανά;… Πόσοι άραγες, πόσοι;
*********
Σε τούτο κάνανε καλό οι ντόπιοι τύραννοι. Πληγωμένος απ’ της διχτατορίας το χαλινάρι ο λαός της Ελλάδας, έβαλε στα στήθια άμετρη οργή. Και η οργή, γέννησε τη Δύναμη. Με τέτοια Δύναμη, ίσαμε τα ουράνια, πήγε ν’ ανταμώσει τον ξένο ληστή.
*********
Οι δαίμονες του αγέρα, σπέρνοντας φωτιά σε σπιτάκια, σε στάνες, σε ζευγολάτες και σ’ εκκλησιές, άδικα καρτερούν την υποταγή. Και λένε τα ταξιδιάρικα σύννεφα :
- Θα σας μάθει τ’ αναπάντεχα τούτη δω η χώρα.
Κι απαντάν οι ράχες π’ αντικρίζουνε πέρα το χρωματιστό φτερό, το γαλόνι και το παράσημο :
- Δε σκιάζουνται λεφούσια, τέτοια παλληκάρια.
Κοιτάν τα ελάφια απ’ τη βελουδένια τους στράτα, κοιτάν οι οι αητοί από τους κρουσταλλένιους ουρανούς :
- Ναι… Είναι στέρεα τα παιδιά, σαν του τόπου μας τα βράχια.
Μα του κόσμου όλου οι λαοί, για μέρες δεν ακούν παρά της ίδιας καρδιάς τους το χτύπο, ενώ τ’ αχείλι σωπαίνει. Οι όχτοι του ποταμού που τον λεν Θύαμι τα βιβλία, του Καλαμά οι όχτοι, φορτώνουνται αγωνία.
Τέτοιος εχθρός, θεριεμένος απ’ τις αρπαγές, σέρνοντας όλα του ξολοθρεμού τα σύνεργα, λες να διωχτεί;
Λίγα μερόνυχτ’ ακόμα… Ό,τι ωραίο, αρχίζει να σιγοτρέμει. Δεν είν’ η Ελλάδα γη σαν τις άλλες. Φτυσά δεν ταιριάζει σε μορφή ιερή.
Λίγα μερόνυχτα κι ύστερα… Κι ύστερα ο αλαλαγμός.
Τεντώνουνε αυτί τα σύδεντρα, οι κορφές, τα φαράγγια. Τεντώνουνε αυτί οι στρούγκες, τα καλύβια, οι αγκαθότοποι. Σηκώνουνται στα νύχια οι πολιτείες, στις καρίνες τους τα πλοία. Ψηλώνει το κύμα. Ν’ ακούσει θέλ’ η Πατρίδα, ν’ ακούσει και να δει η Σφαίρα ολάκερη.
- Μάτωμα και βούρδουλες, στη χώρα του δικό σας δικό μας.
Σα χτήνος δαρμένο στριφογυρνάει ο στρατός με τα χρυσά και τα λοφία. Του προσβάλανε τη Ρώμη. Την αυτοκρατόρισσα τη Ρώμη. Ποιος; Οι μικροί. Ποιος; Οι γυμνοί.
Οι γλώσσες και τα λαρύγγια του Καπιτώλιου ανακυλάν διαταγές. Τα ρρρ… και τα ία, τα ίλλα, τα άνι, βροντάνε μαζί με τα κανόνια που τραβάνε όλο πίσω, πίσω, πίσω.
Χορός συνεπαίρνει τα όρη, της θάλασσας το βυθό. Η ανθρωπότητα βουτάει τ’ αχείλι στο κύπελλο όπου σπιθοβολάει της νίκης ο αφρός.
- Κέρνα, εσύ, Ήβη εσύ. Νιόβη κι Αντρεία παντοτινή, κέρνα Ελλάδα.
*********
Πυρωμέν’ η ψιλή βροχή από το κανονίδι. Φωτιές λες και στάζουνε τα νερά. Και να προχωράν οι στρατιώτες σουρτά και το χώμα να τους μιλάει :
- Γιε μου!
- Ναι Μάνα, ναι Πατρίδα.
Άλλο να λες Π α τ ρ ί δ α όταν το κάθε τι πηγαίνει ήσυχα, όταν οι ζημιές της ζωής δεν ξεπερνάν αληθινά το σπυρί την άμμο, κι άλλο να τη μνημονεύεις πέφτοντας με τα μούτρα και με την κοιλιά στα βράχια της, στις λάσπες των ρυακιών της για να τ’ αγγίξει ο βάρβαρος. Μπορεί κι ο θάνατος να σ’ εύρει έτσι πεσμένον, ίδιο ερπετό. Κι όμως, φωνές αυτουνού και του πέρα Κόσμου το λένε, πως τ’ αδέρφια σου και συ, προχωράτε σε ένα δάσος κυπαρίσσια π’ αγγίζουνε τον ήλιο.
**********
Ένας λαός ποτισμένος αφιόνι, ήρθε να γράψει εδώ, τη νέα του δ ο ξ α σ μ έ ν η Ιστορία.
- Γράφτηνε, γράφτηνε το λοιπόν, σφυρίζουνε οι φωνές, μέσ’ απ’ τα δόντια που σφίγγει της ψυχής το κόχλασμα.
Από πέλαγο σε πέλαγο ρίχνουν οι ναύτες νικήτρια φωτιά. Τα τσαρούχια τα λιωμένα, οι αρβύλες που γίνηκαν κομμάτια, τα κανόνια τ’ αεροπλάνα που σ’ αλλονών χέρια θα ‘ταν παλιοπαίχνιδα, γράφουνε της σημερινής Ελλάδας την Ιστορία. Γρήγορα τη γράφουνε, τρέχοντας από κορφή σε ρέμα, από διάσελο σε κάμπο.
Και την ανάπαψη την αρνιούνται, και τον ύπνο τον έχουνε ξεχάσει. Μια χούφτα ωμό καλαμπόκι, και δρόμο.
Δρόμο!... Σ’ όλη τη Σφαίρα, το αντιστύλι του ανθρώπου, αυτό που το λεν λ ε υ τ ε ρ ι ά κινδυνεύει. Το Δίκιο πεθαίνει.
Παιδιά της Ελλάδας, εμπρός!
ΓΑΛΑΝΟΥ ΕΙΡΗΝΗ (1895-1984)
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
- Ο πόλεμος… ο πόλεμος.
- Κι ίσως ο θάνατος… ο θάνατος… Ας έρθει!
Αυτοί τόνε καλέσανε. Απ’ τα πλεμόνια τους, απ’ τα λαρύγγια τους, από τα στήθια τα δικά τους βγήκε η άρνηση, μονάχοι τους απόσπρωξαν το χέρι του ληστή καθώς απλωνόταν για χαιρέτημα.
- Μυρίζεις αίμα. Λεύτερους λαούς τους σκλάβωσες. Θες τη γη μου στήριγμα για να παιδέψεις φίλους π’ αγαπώ. Κάλλιο το χαροπάλεμα. Μια Ελλάδα νεκρή στο γκρεμό, ναι. Ζωντανή τάχα στην αγκαλιά σου, όχι!
**********
Και φεύγοντας τα βαγόνια, μαζεύοντας νιάτα από κάμους, γιαλούς και βουναλάκια. Πλήθος της φτώχειας τα παιδιά, του λαού τα παιδιά, του ίδρωτα και του μόχθου, του δος ημιν σήμερον.
Λίγα των τρανών τα παιδιά. Χώρια κάπως, σα μονάχα… Μα των αλλονών το γέλιο τα ζώνει, πηδάει απάνω τους, - της αμμουδιάς κυματάκι.
- Κοντά μας!... Όλοι δικοί!...
Κι αρχινάει το τραγούδι.
Κουνάν οι ελιές τ’ αργυρό τους κεφάλι.
- Σας θρέψαμε, σας μεγαλώσαμε, σας κοιμίσαμε στον ίσκιο μας. Πολεμήστε. Κρατήστε μας λεύτερες.
Φωτοβολάν οι σταθμοί με τα πρασινούλια τους κάγκελα και τις ρόδινες μολόχες. Μάνες κουνάν μαντήλια. Γερόντισσες τρεμουλιαστές σηκώνοντας το χέρι, ραίνουνε το τρένο μ’ ευλογίες.
Οι μηχανές σφυράνε. Φεύγει, φεύγει ο στρατός. Κορίτσια που τραβάν για τ’ αμπέλια, πετάν στα παιδιά κάποιο δώρο – τσαμπί σαββατιανό, μια χούφτα κυκλάμινα, το κουλουράκι που ‘χανε στην τσέπη. – Στέκουν ύστερ’ ακούνητα κάτω απ’ τις λεύκες. Τα τσεμπέρια τους ανεμίζουνε, τα μάτια τους γνέφουνε :
- Θα περάσετε αλήθεια ξανά;… Πόσοι άραγες, πόσοι;
*********
Σε τούτο κάνανε καλό οι ντόπιοι τύραννοι. Πληγωμένος απ’ της διχτατορίας το χαλινάρι ο λαός της Ελλάδας, έβαλε στα στήθια άμετρη οργή. Και η οργή, γέννησε τη Δύναμη. Με τέτοια Δύναμη, ίσαμε τα ουράνια, πήγε ν’ ανταμώσει τον ξένο ληστή.
*********
Οι δαίμονες του αγέρα, σπέρνοντας φωτιά σε σπιτάκια, σε στάνες, σε ζευγολάτες και σ’ εκκλησιές, άδικα καρτερούν την υποταγή. Και λένε τα ταξιδιάρικα σύννεφα :
- Θα σας μάθει τ’ αναπάντεχα τούτη δω η χώρα.
Κι απαντάν οι ράχες π’ αντικρίζουνε πέρα το χρωματιστό φτερό, το γαλόνι και το παράσημο :
- Δε σκιάζουνται λεφούσια, τέτοια παλληκάρια.
Κοιτάν τα ελάφια απ’ τη βελουδένια τους στράτα, κοιτάν οι οι αητοί από τους κρουσταλλένιους ουρανούς :
- Ναι… Είναι στέρεα τα παιδιά, σαν του τόπου μας τα βράχια.
Μα του κόσμου όλου οι λαοί, για μέρες δεν ακούν παρά της ίδιας καρδιάς τους το χτύπο, ενώ τ’ αχείλι σωπαίνει. Οι όχτοι του ποταμού που τον λεν Θύαμι τα βιβλία, του Καλαμά οι όχτοι, φορτώνουνται αγωνία.
Τέτοιος εχθρός, θεριεμένος απ’ τις αρπαγές, σέρνοντας όλα του ξολοθρεμού τα σύνεργα, λες να διωχτεί;
Λίγα μερόνυχτ’ ακόμα… Ό,τι ωραίο, αρχίζει να σιγοτρέμει. Δεν είν’ η Ελλάδα γη σαν τις άλλες. Φτυσά δεν ταιριάζει σε μορφή ιερή.
Λίγα μερόνυχτα κι ύστερα… Κι ύστερα ο αλαλαγμός.
Τεντώνουνε αυτί τα σύδεντρα, οι κορφές, τα φαράγγια. Τεντώνουνε αυτί οι στρούγκες, τα καλύβια, οι αγκαθότοποι. Σηκώνουνται στα νύχια οι πολιτείες, στις καρίνες τους τα πλοία. Ψηλώνει το κύμα. Ν’ ακούσει θέλ’ η Πατρίδα, ν’ ακούσει και να δει η Σφαίρα ολάκερη.
- Μάτωμα και βούρδουλες, στη χώρα του δικό σας δικό μας.
Σα χτήνος δαρμένο στριφογυρνάει ο στρατός με τα χρυσά και τα λοφία. Του προσβάλανε τη Ρώμη. Την αυτοκρατόρισσα τη Ρώμη. Ποιος; Οι μικροί. Ποιος; Οι γυμνοί.
Οι γλώσσες και τα λαρύγγια του Καπιτώλιου ανακυλάν διαταγές. Τα ρρρ… και τα ία, τα ίλλα, τα άνι, βροντάνε μαζί με τα κανόνια που τραβάνε όλο πίσω, πίσω, πίσω.
Χορός συνεπαίρνει τα όρη, της θάλασσας το βυθό. Η ανθρωπότητα βουτάει τ’ αχείλι στο κύπελλο όπου σπιθοβολάει της νίκης ο αφρός.
- Κέρνα, εσύ, Ήβη εσύ. Νιόβη κι Αντρεία παντοτινή, κέρνα Ελλάδα.
*********
Πυρωμέν’ η ψιλή βροχή από το κανονίδι. Φωτιές λες και στάζουνε τα νερά. Και να προχωράν οι στρατιώτες σουρτά και το χώμα να τους μιλάει :
- Γιε μου!
- Ναι Μάνα, ναι Πατρίδα.
Άλλο να λες Π α τ ρ ί δ α όταν το κάθε τι πηγαίνει ήσυχα, όταν οι ζημιές της ζωής δεν ξεπερνάν αληθινά το σπυρί την άμμο, κι άλλο να τη μνημονεύεις πέφτοντας με τα μούτρα και με την κοιλιά στα βράχια της, στις λάσπες των ρυακιών της για να τ’ αγγίξει ο βάρβαρος. Μπορεί κι ο θάνατος να σ’ εύρει έτσι πεσμένον, ίδιο ερπετό. Κι όμως, φωνές αυτουνού και του πέρα Κόσμου το λένε, πως τ’ αδέρφια σου και συ, προχωράτε σε ένα δάσος κυπαρίσσια π’ αγγίζουνε τον ήλιο.
**********
Ένας λαός ποτισμένος αφιόνι, ήρθε να γράψει εδώ, τη νέα του δ ο ξ α σ μ έ ν η Ιστορία.
- Γράφτηνε, γράφτηνε το λοιπόν, σφυρίζουνε οι φωνές, μέσ’ απ’ τα δόντια που σφίγγει της ψυχής το κόχλασμα.
Από πέλαγο σε πέλαγο ρίχνουν οι ναύτες νικήτρια φωτιά. Τα τσαρούχια τα λιωμένα, οι αρβύλες που γίνηκαν κομμάτια, τα κανόνια τ’ αεροπλάνα που σ’ αλλονών χέρια θα ‘ταν παλιοπαίχνιδα, γράφουνε της σημερινής Ελλάδας την Ιστορία. Γρήγορα τη γράφουνε, τρέχοντας από κορφή σε ρέμα, από διάσελο σε κάμπο.
Και την ανάπαψη την αρνιούνται, και τον ύπνο τον έχουνε ξεχάσει. Μια χούφτα ωμό καλαμπόκι, και δρόμο.
Δρόμο!... Σ’ όλη τη Σφαίρα, το αντιστύλι του ανθρώπου, αυτό που το λεν λ ε υ τ ε ρ ι ά κινδυνεύει. Το Δίκιο πεθαίνει.
Παιδιά της Ελλάδας, εμπρός!
ΓΑΛΑΝΟΥ ΕΙΡΗΝΗ (1895-1984)
από το ΑΝΟΙΧΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ