Λοιπόν. «Λοιπόν», μ” αρέσει πολύ αυτή η λέξη όταν αρχίζω ένα κείμενο. Δίνει την αίσθηση της συνέχειας σε κάτι που δεν έχει αρχίσει ακόμα. Λοιπόν. Λοιπόν, πού (δεν) είχαμε μείνει; Στο ότιείμαι κι εγώ μαμά. Τριών κοριτσιών στην πιο περίεργη, ενδιαφέρουσα και κουραστική ηλικία τους.Την εφηβεία. Κι όμως. Ήταν μόλις χθες – παίρνω όρκο – μόλις χθες, που τις βοηθούσα στα πρώτα βήματα, τα πρώτα γράμματα, τα πρώτα ερωτήματα. Τα πρώτα βήματα τα έχετε ήδη (;) κάνει κι εσείς.
Τα πρώτα γράμματα δεν ήταν δύσκολα. Στα πρώτα ερωτήματα σας θέλω. Τι απαντάς; Πώς απαντάς;
Εγώ, που ήμουν πάντα των ερωτήσεων (δημοσιογράφος γαρ, πριν παντρευτώ και κάποια φεγγάρια υπό τις διαταγές του Μάνου, ναι του Μάνου της Ολίβιας) δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να απαντήσω σ” ένα κοριτσάκι μια σταλιά, τη δική μου Αθηνά, όταν ήταν -πόσο;- περίπου, τεσσάρων χρόνων. Με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Ζόρικο βλέπεις, να έχεις τρία παιδιά μικρά, να εργάζεσαι ταυτόχρονα και καμιά φορά το σαλόνι ήταν η πιο μακρινή απόσταση που μπορούσες να κάνεις, όταν η μέρα είχε τελειώσει…
Αισθάνθηκα λοιπόν, ένα χεράκι να με σκουντά. Η Αθηνά μου. Που μάλλον είχε δει άσχημο όνειρο και ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Πετάχτηκα.
»Πάμε για ύπνο;» , με ρώτησε και η άκρη του ματιού μου έπεσε στην πάντα (γαμώτο) ανοιχτή τηλεόραση. Τίτλοι τέλους. Σε έργο… σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Ενηλίκων. Πολύ ενηλίκων. Πάρα πολύ ενηλίκων! Ψυχραιμότατη κι ευχόμενη ν” ανοίξει η γη να με καταπιεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άρπαξα το τηλεκοντρόλ και πήρα το μικρό χεράκι μέσα στο χέρι μου, σφυρίζοντας αδιάφορα. Στο διάδρομο, η Αθηνά μού χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο: »Mαμά», μου είπε. »Σήμερα είδα το ωραιότερο έργο της ζωής μου».
Στραβοκατάπια. Όλα τα σημεία στίξης.
»Ναι, χαρά μου; Θα μου τα πεις όλα αύριο», της απάντησα και την πήγα χωρίς πολλά-πολλά στο κρεβάτι της.
Έλα, όμως, που το αύριο ήρθε πάρα πολύ γρήγορα και η Αθηνά μού την είχε στήσει στη γωνία;
-Πες μου, βρε μαμά; Γιατί αυτός ο κύριος έτρωγε τα φρούτα πάνω στο σώμα της κυρίας; Και γιατί έκαναν αχ και αχ κάθε τόσο;
Οι περισσότεροι λέει, το παθαίνουν όταν πεθαίνουν. Εγώ το “παθα εκείνη την ώρα. Σαν σκηνές από ταινία ήρθαν στο μυαλό μου όλες οι εικόνες των βιβλίων, που είχα αγοράσει ήδη από την εγκυμοσύνη και αφορούσαν τέτοιες -σε στριμώχνω αφόρητα- ερωτήσεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν το σκέφτηκα και πολύ. Και της τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Και με τη βοήθεια των εικόνων, που σας είπα πριν. Γιατί είχα διαβάσει ότι μόλις ένα παιδί ρωτήσει για κάτι τέτοιο πρέπει να απαντήσεις απολύτως φυσιολογικά για να το δεχθεί κι αυτό το ίδιο φυσιολογικά.
Με άκουσε με προσοχή. Χωρίς γελάκια. Τα γελάκια ήρθαν μετά. Όταν της είπα ότι αυτό θα ήταν το μυστικό μας και ότι δεν μπορούσε να το αποκαλύψει σε κανέναν. Ούτε καν στις αδελφές της. Τη δίδυμή της, Τζωρτζίνα και την πρώτη μου κόρη, 6 ετών τότε, Κατερίνα. Μου το υποσχέθηκε. Έμεινα ήσυχη.
Σε μία ώρα, η Τζωρτζίνα με ρωτούσε πότε θα ξανάδειχνε αυτό το έργο η τηλεόραση…. και η διεθύντρια στο προνήπιο με καλούσε την επομένη για να μου πει ότι η Αθηνά είχε βαλθεί να ενημερώσει κάθε παιδάκι του σχολείου για το πώς γεννιούνται τα μωρά. Αναπαριστώντας μάλιστα και τις… φωνούλες!
Μέσα σε μια νύχτα, λοιπόν, γκρεμίστηκε για τις 3 μου κόρες ο μύθος του πελαργού. Ένας μύθος, που τώρα που το σκέφτομαι, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τους τον πω. Κι αυτά έγιναν μόλις χθες. Όταν ξύπνησα σήμερα, το χεράκι που έπιανα εκείνη τη νύχτα, δεν βολευόταν πια μέσα στο δικό μου. Και το τράβηξε…
Η Αθηνά. Και η Τζωρτζίνα. Στα 14 σήμερα. Και η Κατερίνα μου. Στα 16. Μόλις χθες, μωρά. Έφηβες τώρα.
Να τσακώνονται με τη μαμά, με την μπανιέρα και με ο,τιδήποτε καθωσπρέπει. Αλλά αυτή, είναι μια άλλη ιστορία. Μιας άλλης μέρας.
Τα πρώτα γράμματα δεν ήταν δύσκολα. Στα πρώτα ερωτήματα σας θέλω. Τι απαντάς; Πώς απαντάς;
Εγώ, που ήμουν πάντα των ερωτήσεων (δημοσιογράφος γαρ, πριν παντρευτώ και κάποια φεγγάρια υπό τις διαταγές του Μάνου, ναι του Μάνου της Ολίβιας) δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να απαντήσω σ” ένα κοριτσάκι μια σταλιά, τη δική μου Αθηνά, όταν ήταν -πόσο;- περίπου, τεσσάρων χρόνων. Με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Ζόρικο βλέπεις, να έχεις τρία παιδιά μικρά, να εργάζεσαι ταυτόχρονα και καμιά φορά το σαλόνι ήταν η πιο μακρινή απόσταση που μπορούσες να κάνεις, όταν η μέρα είχε τελειώσει…
Αισθάνθηκα λοιπόν, ένα χεράκι να με σκουντά. Η Αθηνά μου. Που μάλλον είχε δει άσχημο όνειρο και ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Πετάχτηκα.
»Πάμε για ύπνο;» , με ρώτησε και η άκρη του ματιού μου έπεσε στην πάντα (γαμώτο) ανοιχτή τηλεόραση. Τίτλοι τέλους. Σε έργο… σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Ενηλίκων. Πολύ ενηλίκων. Πάρα πολύ ενηλίκων! Ψυχραιμότατη κι ευχόμενη ν” ανοίξει η γη να με καταπιεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άρπαξα το τηλεκοντρόλ και πήρα το μικρό χεράκι μέσα στο χέρι μου, σφυρίζοντας αδιάφορα. Στο διάδρομο, η Αθηνά μού χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο: »Mαμά», μου είπε. »Σήμερα είδα το ωραιότερο έργο της ζωής μου».
Στραβοκατάπια. Όλα τα σημεία στίξης.
»Ναι, χαρά μου; Θα μου τα πεις όλα αύριο», της απάντησα και την πήγα χωρίς πολλά-πολλά στο κρεβάτι της.
Έλα, όμως, που το αύριο ήρθε πάρα πολύ γρήγορα και η Αθηνά μού την είχε στήσει στη γωνία;
-Πες μου, βρε μαμά; Γιατί αυτός ο κύριος έτρωγε τα φρούτα πάνω στο σώμα της κυρίας; Και γιατί έκαναν αχ και αχ κάθε τόσο;
Οι περισσότεροι λέει, το παθαίνουν όταν πεθαίνουν. Εγώ το “παθα εκείνη την ώρα. Σαν σκηνές από ταινία ήρθαν στο μυαλό μου όλες οι εικόνες των βιβλίων, που είχα αγοράσει ήδη από την εγκυμοσύνη και αφορούσαν τέτοιες -σε στριμώχνω αφόρητα- ερωτήσεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν το σκέφτηκα και πολύ. Και της τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Και με τη βοήθεια των εικόνων, που σας είπα πριν. Γιατί είχα διαβάσει ότι μόλις ένα παιδί ρωτήσει για κάτι τέτοιο πρέπει να απαντήσεις απολύτως φυσιολογικά για να το δεχθεί κι αυτό το ίδιο φυσιολογικά.
Με άκουσε με προσοχή. Χωρίς γελάκια. Τα γελάκια ήρθαν μετά. Όταν της είπα ότι αυτό θα ήταν το μυστικό μας και ότι δεν μπορούσε να το αποκαλύψει σε κανέναν. Ούτε καν στις αδελφές της. Τη δίδυμή της, Τζωρτζίνα και την πρώτη μου κόρη, 6 ετών τότε, Κατερίνα. Μου το υποσχέθηκε. Έμεινα ήσυχη.
Σε μία ώρα, η Τζωρτζίνα με ρωτούσε πότε θα ξανάδειχνε αυτό το έργο η τηλεόραση…. και η διεθύντρια στο προνήπιο με καλούσε την επομένη για να μου πει ότι η Αθηνά είχε βαλθεί να ενημερώσει κάθε παιδάκι του σχολείου για το πώς γεννιούνται τα μωρά. Αναπαριστώντας μάλιστα και τις… φωνούλες!
Μέσα σε μια νύχτα, λοιπόν, γκρεμίστηκε για τις 3 μου κόρες ο μύθος του πελαργού. Ένας μύθος, που τώρα που το σκέφτομαι, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τους τον πω. Κι αυτά έγιναν μόλις χθες. Όταν ξύπνησα σήμερα, το χεράκι που έπιανα εκείνη τη νύχτα, δεν βολευόταν πια μέσα στο δικό μου. Και το τράβηξε…
Η Αθηνά. Και η Τζωρτζίνα. Στα 14 σήμερα. Και η Κατερίνα μου. Στα 16. Μόλις χθες, μωρά. Έφηβες τώρα.
Να τσακώνονται με τη μαμά, με την μπανιέρα και με ο,τιδήποτε καθωσπρέπει. Αλλά αυτή, είναι μια άλλη ιστορία. Μιας άλλης μέρας.
ΚΛΑΙΡΗ ΤΖΩΡΤΖΑΚΗ